Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
gschert |
ausfallend |
roh |
unglimpflich |
unsanft |
ausfällig |
rau |
harsch |
derb |
ώμος ο [ómos] : α. το μέρος του σώματος από τη βάση του λαιμού ως την άνω άρθρωση του βραχίονα: Δεξιός / αριστερός ωμός -ή -ό. Kρέμασε την τσάντα στον ώμο της. Aκούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Tα πλούσια μαλλιά της σκέπαζαν τους ώμους της. Tι με νοιάζει; είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους του με αδιαφορία. Παίρνω / φορτώνομαι / κουβαλώ κτ. στους ώμους μου. Σηκώνω* τους ώμους μου και ως έκφραση. || Mου βγή κε ο ωμός -ή -ό, λύθηκε η άνω άρθρωση του βραχίονά μου. || (μτφ.): Οι ώμοι των εργαζομένων δεν αντέχουν άλλους φόρους. (έκφρ.) χτυπούν οι φτέρνες* του στους ώμους. ΦΡ πήρε τα πόδια του στον ώμο, έφυγε τρέχοντας πολύ γρήγορα (συνήθ. για να αποφύγει κτ. κακό, από φόβο ή τρόμο). || (στρατ.) επ΄ ώμου, παράγγελμα για να τοποθετήσει ο οπλίτης το όπλο στον αριστερό του ώμο καθώς και η συγκεκριμένη θέση και ως ΦΡ τα παίρνω (όλα) επ΄ ώμου, φορτώνομαι με πολλές ευθύνες. β. το μέρος ενδύματος που αντιστοιχεί στον ώμο: Σακάκι λερωμένο στον ώμο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.