Griechisch | Deutsch |
---|---|
Δε σου φάνηκε πολύ ψύχραιμος για κάποιον που μόλις πέθανε η γυναίκα; | Er war zu gefasst für jemanden, der gerade seine Frau verloren hat. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
ψύχραιμος -η -ο [psíxremos] : α.(για πρόσ.) που, μπροστά σε ένα απρόοπτο γεγονός ή σε μια κατάσταση γενικής αναταραχής, διατηρεί πλήρη πνευματική ετοιμότητα και ελέγχει τις ψυχικές αντιδράσεις του: ψύχραιμος -η -ο οδηγός. Οι πιο ψύχραιμοι από μας προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ ψύχραιμος -η -ο, για να μην του ανταποδώσει τις ύβρεις. ΦΡ ταπί* και ψύχραιμος -η -ο. β. (για συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) που γίνεται, εκδηλώνεται με πλήρη πνευματική ετοιμότητα και έλεγχο των ψυχικών αντιδράσεων: Ψύχραιμη αντιμετώπιση / αντίδραση / απάντηση / στάση. Aποφασίζω ύστερα από νηφάλια και ψύχραιμη σκέψη.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.