ψηφοφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ψηφοφόρος (ψῆφος) ψήφ(ος) + -ο- + -φόρος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η δυσπιστία που εκδήλωσαν οι ψηφοφόροι κατά τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να μας ωθήσει να επανεξετάσουμε τους τρόπους συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι στις μέρες μας είναι σαφώς ανεπαρκείς. | Das Misstrauen, das die Wähler in den letzten Jahren bei den Referenden über die Zukunft Europas zum Ausdruck gebracht haben, sollte uns veranlassen, uns mit den heutzutage eindeutig unzureichenden Partizipierungsmöglichkeiten der Zivilgesellschaft auseinanderzusetzen. Übersetzung bestätigt |
Η δυσπιστία που εκδήλωσαν οι ψηφοφόροι κατά τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να μας ωθήσει να επανεξετάσουμε τους τρόπους συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι στις μέρες μας είναι σαφώς ανεπαρκείς. | Das Misstrauen, das die Wähler in den letzten Jahren bei den Referenden über die Zukunft Europas zum Ausdruck gebracht haben, sollte uns veranlassen, uns mit den heutzutage eindeutig unzureichenden Partizipierungsmöglichkeiten der Zivilgesellschaft auseinanderzusetzen. Übersetzung bestätigt |
Η δυσπιστία που εκδήλωσαν οι ψηφοφόροι κατά τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να μας ωθήσει να επανεξετάσουμε τους τρόπους συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι στις μέρες μας είναι σαφώς ανεπαρκείς. | Das Misstrauen, das die Wähler in den letzten Jahren bei den Referenden über die Zukunft Europas zum Ausdruck gebracht haben, sollte uns veranlassen, uns mit den heutzutage eindeutig unzureichenden Partizipierungsmöglichkeiten der Zivilgesellschaft auseinanderzusetzen. Übersetzung bestätigt |
Η δυσπιστία που εκδήλωσαν οι ψηφοφόροι κατά τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να μας ωθήσει να επανεξετάσουμε τους τρόπους συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι στις μέρες μας είναι σαφώς ανεπαρκείς. | Das Misstrauen, das die Wähler in den letzten Jahren bei den Referenden über die Zukunft Europas zum Ausdruck gebracht haben, sollte uns veranlassen, uns mit den heutzutage eindeutig unzureichenden Partizipierungsmöglichkeiten der Zivilgesellschaft auseinanderzusetzen. Übersetzung bestätigt |
Η ημέρα των εκλογών πέρασε χωρίς σοβαρά επεισόδια και οι ψηφοφόροι ψήφισαν ελεύθερα σε ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων βόρειων δήμων. | Der Wahltag verlief ohne Zwischenfälle und die Wähler gaben im ganzen Kosovo, einschließlich der vier Kommunen im Norden, ihre Stimmen frei ab. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
ψηφοφόρος ο [psifofóros] : αυτός που έχει το δικαίωμα συμμετοχής ή που συμμετέχει σε μια ψηφοφορία (σε πολιτικές εκλογές ή δημοψήφισμα)· (πρβ. εκλογέας): Επτά εκατομμύ ρια Έλληνες ψηφοφόροι προσέρχονται αύριο στις κάλπες για την εκλογή νέας κυβέρνησης. H σφυγμομέτρηση έγινε σε δείγμα χιλίων ψηφοφόρων. || αυτός που υποστηρίζει ορισμένο υποψήφιο ή παράταξη· (πρβ. οπαδός): Οι ψηφοφόροι της δεξιάς / της αριστεράς.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.