χρήμα altgriechisch χρῆμα
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το κρίσιμο ζήτημα ήταν αν η πραγματοποίηση πρόσθετων επενδύσεων μέσω της αποδέσμευσης κεφαλαίων από τα αποθεματικά θα αποτελούσε ορθή επιχειρηματική ενέργεια ή αν τα χρήματα αυτά έπεφταν στον πίθο των Δαναΐδων. | Die entscheidende Frage war, ob eine weitere Investition durch die Freigabe von Mitteln aus Rückstellungen eine wirtschaftlich sinnvolle Entscheidung darstellte oder ob sie gleichbedeutend damit war, „gutes Geld schlechtem hinterherzuwerfen“. Übersetzung bestätigt |
καταβολή από τις κοινοπραξίες των γεγενημένων ποινικών ρητρών και τόκων υπερημερίας σε χρήμα ή σε είδος κατ’ επιλογήν του ΟΣΕ, | Vergütung der angefallenen Strafund Verzugszinsen seitens der Konsortien in Geld oder Ware je nach Wunsch von OSE. Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να μην χάσει χρήματα προς όφελος των άλλων αυτών μετόχων, ένας επενδυτής της οικονομίας της αγοράς θα χρέωνε επιτόκιο ανάλογο με εκείνο που χρέωναν οι (μη συνδεδεμένες) ιδιωτικές τράπεζες. | Um zugunsten dieser anderen Aktionäre kein Geld zu verlieren, hätte ein marktwirtschaftlich handelnder Kapitalgeber einen Zinssatz berechnet, der dem von (nicht verbundenen) Privatbanken entsprochen hätte. Übersetzung bestätigt |
Στην προκείμενη περίπτωση όμως τα χρήματα τίθενται υπό τον έλεγχο του κράτους καθώς, ακολουθώντας αναδρομικά την πορεία των πόρων, μπορεί να διαπιστωθεί ότι τίθενται υπό τον έλεγχο μιας κρατικής επιχείρησης. | In dem vorliegenden Fall gelangt das Geld jedoch unter staatliche Kontrolle, weil durch Rückverfolgung des Geldwegs bis zur Quelle feststellbar ist, dass diese Gelder unter die Lenkung des staatlichen Unternehmens gelangten. Übersetzung bestätigt |
Το ειδικό αμοιβαίο κεφάλαιο αναχρηματοδοτεί επενδύσεις σε τίτλους που αντιπροσωπεύουν στοιχεία ενεργητικού («asset-backed securities», στο εξής «ABS»), λαμβάνοντας χρήματα στην αγορά για εμπορικές κινητές αξίες [3] («Commercial Papers», στο εξής «CP»). | Die Zweckgesellschaft refinanziert Investitionen in forderungsbesicherte Wertpapiere („asset-backed securities“, nachstehend „ABS“ genannt), in dem sie Geld am Markt für kurzfristige forderungsbesicherte Schuldtitel [3] („Commercial Papers“, nachstehend „CP“ genannt) aufnimmt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
λεφτά |
παράς |
χρήμα το [xríma] : οικονομικό αγαθό γενικά αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής: Ρευστό χρήμα, σε χαρτονομίσματα ή σε κέρματα. Λογιστικό χρήμα, σε βιβλιάρια καταθέσεων, επιταγές κτλ. Πλαστικό χρήμα, οι πιστωτικές κάρτες. Θερμό χρήμα, κεφάλαιο. Ξεπλυμένο* χρήμα. Tο χρήμα είναι ακριβό / φτηνό, οι όροι δανεισμού είναι δυσμενείς / ευνοϊκοί. Aγορά του χρήματος, χρηματαγορά. Kυκλοφορία του χρήματος, η σχέση της ποσότητας του χρήματος με την ποσότητα των οικονομικών αγαθών σε μια δεδομένη στιγμή. Tο χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη της αγοράς. H διασπάθιση του δημόσιου χρήματος. || (συνήθ. πληθ.) ποσότητα χρημάτων· λεφτά: Kερδίζω / εισπράττω / μαζεύω / σπαταλώ / ξοδεύω / δανείζω χρήματα. Kαταθέτω / αποσύρω χρήματα στην / από την τράπεζα. (έκφρ.) έπεσε πολύ χρήμα / έπεσαν πολλά χρήματα, ξοδεύτηκαν πολλά. βρόμικο* χρήμα. (λόγ.) υπεράνω* / ανώτερος* χρημάτων. ΦΡ χρήμα με ουρά, πάρα πολλά λεφτά: Έχει / ξοδεύει χρήμα με ουρά. κάποιος κολυμπάει* στο χρήμα. ο χρόνος είναι χρήμα, είναι πολύτιμος, δεν πρέπει να τον σπαταλάμε. το χρήμα δεν έχει οσμή, δεν ενδιαφέρει αν κερδήθηκε τίμια ή όχι. τραβώ* χρήματα. τραβώ* χρήματα από κπ. τρέχει* το χρήμα. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει (την) ευτυχία.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.