φυλακίζω Verb  [filakizo, fylakizw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
einkasteln (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu φυλακίζω

φυλακίζω Koine-Griechisch φυλακίζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu φυλακίζω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φυλακίζωφυλακίζουμε, φυλακίζομεφυλακίζομαιφυλακιζόμαστε
φυλακίζειςφυλακίζετεφυλακίζεσαιφυλακίζεστε, φυλακιζόσαστε
φυλακίζειφυλακίζουν(ε)φυλακίζεταιφυλακίζονται
Imper
fekt
φυλάκιζαφυλακίζαμεφυλακιζόμουν(α)φυλακιζόμαστε, φυλακιζόμασταν
φυλάκιζεςφυλακίζατεφυλακιζόσουν(α)φυλακιζόσαστε, φυλακιζόσασταν
φυλάκιζεφυλάκιζαν, φυλακίζαν(ε)φυλακιζόταν(ε)φυλακίζονταν, φυλακιζόντανε, φυλακιζόντουσαν
Aoristφυλάκισαφυλακίσαμεφυλακίστηκαφυλακιστήκαμε
φυλάκισεςφυλακίσατεφυλακίστηκεςφυλακιστήκατε
φυλάκισεφυλάκισαν, φυλακίσαν(ε)φυλακίστηκεφυλακίστηκαν, φυλακιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φυλακίσει
έχω φυλακισμένο
έχουμε φυλακίσει
έχουμε φυλακισμένο
έχω φυλακιστεί
είμαι φυλακισμένος, -η
έχουμε φυλακιστεί
είμαστε φυλακισμένοι, -ες
έχεις φυλακίσει
έχεις φυλακισμένο
έχετε φυλακίσει
έχετε φυλακισμένο
έχεις φυλακιστεί
είσαι φυλακισμένος, -η
έχετε φυλακιστεί
είστε φυλακισμένοι, -ες
έχει φυλακίσει
έχει φυλακισμένο
έχουν φυλακίσει
έχουν φυλακισμένο
έχει φυλακιστεί
είναι φυλακισμένος, -η, -ο
έχουν φυλακιστεί
είναι φυλακισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φυλακίσει
είχα φυλακισμένο
είχαμε φυλακίσει
είχαμε φυλακισμένο
είχα φυλακιστεί
ήμουν φυλακισμένος, -η
είχαμε φυλακιστεί
ήμαστε φυλακισμένοι, -ες
είχες φυλακίσει
είχες φυλακισμένο
είχατε φυλακίσει
είχατε φυλακισμένο
είχες φυλακιστεί
ήσουν φυλακισμένος, -η
είχατε φυλακιστεί
ήσαστε φυλακισμένοι, -ες
είχε φυλακίσει
είχε φυλακισμένο
είχαν φυλακίσει
είχαν φυλακισμένο
είχε φυλακιστεί
ήταν φυλακισμένος, -η, -ο
είχαν φυλακιστεί
ήταν φυλακισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φυλακίζωθα φυλακίζουμε, θα φυλακίζομεθα φυλακίζομαιθα φυλακιζόμαστε
θα φυλακίζειςθα φυλακίζετεθα φυλακίζεσαιθα φυλακίζεστε, θα φυλακιζόσαστε
θα φυλακίζειθα φυλακίζουν(ε)θα φυλακίζεταιθα φυλακίζονται
Fut
ur
θα φυλακίσωθα φυλακίσουμε, θα φυλακίζομεθα φυλακιστώθα φυλακιστούμε
θα φυλακίσειςθα φυλακίσετεθα φυλακιστείςθα φυλακιστείτε
θα φυλακίσειθα φυλακίσουν(ε)θα φυλακιστείθα φυλακιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φυλακίσει
θα έχω φυλακισμένο
θα έχουμε φυλακίσει
θα έχουμε φυλακισμένο
θα έχω φυλακιστεί
θα είμαι φυλακισμένος, -η
θα έχουμε φυλακιστεί
θα είμαστε φυλακισμένοι, -ες
θα έχεις φυλακίσει
θα έχεις φυλακισμένο
θα έχετε φυλακίσει
θα έχετε φυλακισμένο
θα έχεις φυλακιστεί
θα είσαι φυλακισμένος, -η
θα έχετε φυλακιστεί
θα είστε φυλακισμένοι, -ες
θα έχει φυλακίσει
θα έχει φυλακισμένο
θα έχουν φυλακίσει
θα έχουν φυλακισμένο
θα έχει φυλακιστεί
θα είναι φυλακισμένος, -η, -ο
θα έχουν φυλακιστεί
θα είναι φυλακισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φυλακίζωνα φυλακίζουμε, να φυλακίζομενα φυλακίζομαινα φυλακιζόμαστε
να φυλακίζειςνα φυλακίζετενα φυλακίζεσαινα φυλακίζεστε, να φυλακιζόσαστε
να φυλακίζεινα φυλακίζουν(ε)να φυλακίζεταινα φυλακίζονται
Aoristνα φυλακίσωνα φυλακίσουμε, να φυλακίσομενα φυλακιστώνα φυλακιστούμε
να φυλακίσειςνα φυλακίσετενα φυλακιστείςνα φυλακιστείτε
να φυλακίσεινα φυλακίσουν(ε)να φυλακιστείνα φυλακιστούν(ε)
Perfνα έχω φυλακίσει
να έχω φυλακισμένο
να έχουμε φυλακίσει
να έχουμε φυλακισμένο
να έχω φυλακιστεί
να είμαι φυλακισμένος, -η
να έχουμε φυλακιστεί
να είμαστε φυλακισμένοι, -ες
να έχεις φυλακίσει
να έχεις φυλακισμένο
να έχετε φυλακίσει
να έχετε φυλακισμένο
να έχεις φυλακιστεί
να είσαι φυλακισμένος, -η
να έχετε φυλακιστεί
να είστε φυλακισμένοι, -ες
να έχει φυλακίσει
να έχει φυλακισμένο
να έχουν φυλακίσει
να έχουν φυλακισμένο
να έχει φυλακιστεί
να είναι φυλακισμένος, -η, -ο
να έχουν φυλακιστεί
να είναι φυλακισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφυλάκιζεφυλακίζετεφυλακίζεστε
Aoristφυλάκισεφυλακίστεφυλακίσουφυλακιστείτε
Part
izip
Presφυλακίζονταςφυλακιζόμενος
Perfέχοντας φυλακίσει, έχοντας φυλακισμένοφυλακισμένος, -η, -οφυλακισμένοι, -ες, -α
InfinAoristφυλακίσειφυλακιστεί









Griechische Definition zu φυλακίζω

φυλακίζω [filakízo] -ομαι : 1. κλείνω, βάζω κπ. σε φυλακή: Tον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Έγινε διαμαρτυρία για να απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι συνδικαλιστές. || (μππ. και ως ουσ.): Περνώντας έβλεπα τους φυλακισμένους πίσω από τα κάγκελα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback