τοπίο mittelgriechisch τοπίο Koine-Griechisch τόπιον τόπος ( indoeuropäisch (Wurzel) *top- (κείμαι) ή *tekʷ-) (2. (Lehnbedeutung) französisch paysage)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Στο τουριστικό κατάλυμα παρέχονται προς τους επισκέπτες περιβαλλοντικές πληροφορίες και εκπαιδευτικό υλικό σχετικά με την τοπική βιοποικιλότητα, το τοπίο και τα μέτρα διατήρησης της φύσης (1,5 βαθμοί). | Der Beherbergungsbetrieb muss die Gäste über die biologische Vielfalt, die Landschaft und die Naturschutzmaßnahmen in der Umgebung informieren (1,5 Punkte). Übersetzung bestätigt |
Στην κατασκήνωση/στο κάμπινγκ παρέχονται στους επισκέπτες περιβαλλοντικές πληροφορίες και εκπαιδευτικό υλικό σχετικά με την τοπική βιοποικιλότητα, το τοπίο και τα μέτρα διατήρησης της φύσης (1,5 βαθμός). | Der Campingplatz muss die Gäste über die biologische Vielfalt, die Landschaft und die Naturschutzmaßnahmen in der Umgebung informieren (1,5 Punkte). Übersetzung bestätigt |
χωρίς να επηρεάζεται δυσμενώς το τοπίο ή οι τοποθεσίες ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. | ohne Beeinträchtigung der Landschaft oder von Orten von besonderem Interesse. Übersetzung bestätigt |
Το τοπίο της περιοχής παραγωγής είναι πολύ ομοιογενές στο τμήμα της πεδιάδας του Πάδου: τελείως επίπεδο, με πολλούς ποταμούς και διώρυγες και με πολλή χλωρίδα, ιδίως λιβάδια και φυτείες αραβοσίτου. | Im der Poebene zugehörigen Teil ist die Landschaft des Erzeugungsgebietes sehr einförmig: eine einheitliche, von Flüssen und Kanälen durchzogene Ebene mit einer Vegetation, die insbesondere von Wiesen und Maisfeldern geprägt ist. Übersetzung bestätigt |
την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, οι εδαφικές εκτάσεις, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υδροβιότοπων και των παράκτιων και των θαλάσσιων περιοχών, η βιοποικιλότητα και τα συστατικά στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω στοιχείων, | den Zustand von Umweltbestandteilen wie Luft und Atmosphäre, Wasser, Boden, Land, Landschaft und natürliche Lebensräume einschließlich Feuchtgebiete, Küstenund Meeresgebiete, die Artenvielfalt und ihre Bestandteile, einschließlich gentechnisch veränderter Organismen, sowie die Wechselwirkungen zwischen diesen Bestandteilen; Übersetzung bestätigt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Landschaft | die Landschaften |
Genitiv | der Landschaft | der Landschaften |
Dativ | der Landschaft | den Landschaften |
Akkusativ | die Landschaft | die Landschaften |
τοπίο το [topío] : 1. γεωγραφική ενότητα με κοινά φυσικά χαρακτηριστικά: Ελληνικό / ορεινό / αλπικό / μεσογειακό τοπίο. Aρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στο νησιώτικο τοπίο. Tα εργοστάσια κατέστρεψαν το αττικό τοπίο. Σεληνιακό* τοπίο και ως ΦΡ. || (έκφρ.) πολιτικό τοπίο, οι ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο: Ύστερα από το συνέδριο του κόμματος, θα ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο. || γραφική τοποθεσία: Ειδυλλιακό / ωραίο τοπίο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.