{der} Hammer (ugs.) Subst.(671) |
σφυρί mittelgriechisch σφυρί Koine-Griechisch σφυρίον (υποκοριστικό του) altgriechisch σφῦρα
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επαγγελματικά εργαλεία που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως αιχμηρό ή κοφτερό όπλο (π.χ. τρυπάνια και μύτες, κοπίδια, μαχαίρια κουζίνας, κάθε είδους πριόνια, κατσαβίδια, λοστοί, σφυριά, πένσες, απλά και γαλλικά κλειδιά, καμινέτα). | Werkzeuge, wenn diese als spitze oder scharfe Waffen verwendet werden können, z. B. Bohrer und Bohraufsätze, Teppichund Kartonmesser, Universalmesser, alle Sägen, Schraubendreher, Brechstangen, Hammer, Zangen, Schraubenschlüssel, Lötlampen. Übersetzung bestätigt |
Σετ δύο ή περισσοτέρων εργαλείων της κλάσης 8205 του ΕΣ: σφυριά, κατσαβίδια χειρός, καμινέτα για συγκόλληση, αρμοσφιχτήρες κ.λπ. | Zusammenstellungen von Waren aus zwei oder mehr der Waren von HS 8205: Hämmer, Schraubenzieher, Lötlampen, Schraubzwingen usw. Übersetzung bestätigt |
Όλα τα λεμφογάγγλια συγκεντρώνονται και κλείνονται σε μια πλαστική σακούλα. Στη συνέχεια συντρίβονται με χτυπήματα στη σακούλα από ένα σφυρί ή κάποιο παρόμοιο εργαλείο. | Alle Lymphknoten werden gepoolt und in einer verschlossenen Plastiktüte mit einem Hammer oder einem ähnlichen Instrument zerstampft. Übersetzung bestätigt |
Σαν παράδειγμα πολλαπλών κινδύνων αναφέρεται ένα σφυρί που έχει εύθραυστη κεφαλή και εύθραυστη λαβή, κάθε ένα από τα οποία μπορεί να σπάσει κατά τη χρήση του σφυριού και ο καταναλωτής να τραυματιστεί. | Mehrere Risiken gehen beispielsweise von einem Hammer aus, dessen Kopf und Stiel nicht die erforderliche Festigkeit aufweisen und bei Benutzung brechen und den Verbraucher verletzten könnten. Übersetzung bestätigt |
Παράδειγμα Ένας καταναλωτής χρησιμοποιεί σφυρί για να καρφώσει ένα καρφί στον τοίχο. | Zum Beispiel: Ein Verbraucher verwendet einen Hammer, um einen Nagel in die Wand zu schlagen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Deutsche Synonyme |
---|
Knüller |
Scoop |
Exklusivmeldung |
tolles Ding |
Hammer |
Knaller |
Exklusivbericht |
σφυρί το [sfirí] : ξυλουργικό, σιδηρουργικό ή οικοδομικό εργαλείο που αποτελείται από ένα μεταλλικό στοιχείο, με πεπλατυσμένες, ημισφαιρικές ή αιχμηρές άκρες, επάνω στο οποίο υπάρχει υποδοχή όπου στερεώνεται μια ξύλινη συνήθ. χειρολαβή: Xτυπάω το καρφί με το σφυρί. Σπάω το τσιμέντο με το σφυρί. ΦΡ σφυριά μού χτυπούν τα μηλίγγια, για πολύ δυνατό πονοκέφαλο. || σφυρί και δρεπάνι, κομμουνιστικό σύμβολο της ενότητας εργατών και αγροτών και έμβλημα της Σοβιετικής Ένωσης· σφυροδρέπανο. ΦΡ βγάζω / βγαίνει κτ. στο σφυρί, εκποιώ κτ. / εκποιείται κτ. σε δημοπρασία και με επέκταση, επιτιμητικά, για κπ. που εκποιεί κάποιο περιουσιακό του στοιχείο εξαιτίας μεγάλης οικονομικής δυσχέρειας. ανάμεσα σφυρί κι αμόνι*.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.