συνάλλαγμα altgriechisch συνάλλαγμα συναλλάσσω σύν + ἀλλάσσω ἄλλος proto-indogermanisch *h₂élyos ((Lehnbedeutung) englisch exchange[1] [2] ή (Lehnbedeutung) französisch change[1] [2])
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εάν τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ευρώ τεθούν σε κυκλοφορία πριν από την ημερομηνία μετάβασης στο ευρώ σε φυσική μορφή, το ποσό των εν λόγω τραπεζογραμματίων ή κερμάτων χρεώνεται αμέσως στον προεφοδιασμένο αποδεκτό αντισυμβαλλόμενο ως συνάλλαγμα. | Werden Euro-Banknoten oder -Münzen vor dem Termin der Bargeldumstellung in Umlauf gebracht, wird der Betrag dieser Banknoten oder Münzen dem zugelassenen Geschäftspartner, an den die vorzeitige Abgabe erfolgte, unmittelbar als Devisen in Rechnung gestellt. Übersetzung bestätigt |
τις πράξεις, περιλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, οι οποίες αφορούν συνάλλαγμα, χαρτονομίσματα και νομίσματα που αποτελούν νόμιμα μέσα πληρωμής, με εξαίρεση τα νομίσματα και χαρτονομίσματα για συλλογές, δηλαδή τα χρυσά, αργυρά ή από άλλο μέταλλο νομίσματα, καθώς και τα χαρτονομίσματα, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται κανονικά ως νόμιμα μέσα πληρωμής ή τα οποία παρουσιάζουν συλλεκτικό ενδιαφέρον, | Umsätze — einschließlich der Vermittlung -, die sich auf Devisen, Banknoten und Münzen beziehen, die gesetzliches Zahlungsmittel sind, mit Ausnahme von Sammlerstücken, d. h. Münzen aus Gold, Silber oder anderem Metall sowie Banknoten, die normalerweise nicht als gesetzliches Zahlungsmittel verwendet werden oder die von numismatischem Interesse sind; Übersetzung bestätigt |
διαπραγμάτευση σε μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, παράγωγα κ.λπ.)· αγορές συναλλάγματος· μέσα σε συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητές αξίες· ή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων· | Handel mit Geldmarktinstrumenten (zum Beispiel Schecks, Wechsel, Einlagenzertifikate, Derivate), Devisen, Wechselkurs-, Zinsund Indexinstrumenten, übertragbaren Wertpapieren oder Warentermingeschäften, Übersetzung bestätigt |
Κανένας για συνάλλαγμα | Keine für Devisen Übersetzung bestätigt |
Μόνο οι εγκεκριμένες εγχώριες τράπεζες, τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών στη Σλοβακική Δημοκρατία και τα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν άδεια για την εκτέλεση πράξεων σε συνάλλαγμα μπορούν να διαπραγματεύονται περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα. | Nur zugelassene slowakische Banken, Zweigstellen ausländischer Banken in der Slowakischen Republik und Personen mit einer devisenrechtlichen Zulassung dürfen mit Devisen handeln. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
συναλλαγματική |
συναλλαγματικός -ή -ό |
συναλλαγματοφόρος -ος -α -ο |
συναλλαγματικοί περιορισμοί |
συναλλαγματικό απόθεμα |
Deutsche Synonyme |
---|
Valuta |
Zahlungsmittel |
finanzielle Mittel |
Währung |
Devisen |
Kapital |
συνάλλαγμα το [sinálaγma] : κάθε οικονομικός τίτλος (νόμισμα, γραμμάτιο, επιταγή κτλ.) που αφορά υποχρέωση πληρωμής σε ξένο νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές: Πληρώνω κτ. σε συνάλλαγμα. || τα ξένα νομίσματα που υπάρχουν σε μια χώρα: Aγορά / πώληση / τιμή / λαθρεμπόριο συναλλάγματος. Σκληρό συνάλλαγμα, σε σκληρό νόμισμα. Εισροή συναλλάγματος από τη ναυτιλία / τον τουρισμό. Tον συνέλαβαν για παράνομη κατοχή / εξαγωγή συναλλάγματος. Σπουδαστικό συνάλλαγμα, που δικαιούται όποιος σπουδάζει στο εξωτερικό. Tουριστικό συνάλλαγμα, που δικαιούται όποιος ταξιδεύει στο εξωτερικό ή που εισάγεται στη χώρα από τους ξένους τουρίστες.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.