στραβώνω Verb  [stravono, strabwnw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στραβώνω

στραβώνω στραβός + -ώνω altgriechisch στρεβλόω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu στραβώνω

στραβώνω [stravóno] Ρ1α μππ. στραβωμένος : 1. κάνω κτ. στραβό, το κάνω να χάσει την ευθύτητά του, το κανονικό σχήμα ή την κανονική θέση του ή του δίνω μια κακή θέση ή στάση. ANT ισιώνω: Πρόσεξε μη στραβώσεις τη βίδα / το σωλήνα. Mε χτύπησε και μου στράβωσε τον προφυλα χτήρα του αυτοκινήτου. Στραβωμένα παπούτσια. Tο στράβωσες το κάδρο. Mη στραβώνεις τα πόδια σου / το στόμα σου. Σιγά, θα μου στραβώσεις το χέρι / το λαιμό, θα μου προκαλέσεις διάστρεμμα, εξάρθρωση. || γίνομαι στραβός: Στράβωσε η κολόνα / ο κορμός του δέντρου. Στράβωσε το κορμί του, καμπούριασε. Στράβωσε το στόμα του / το πρόσωπό του, έπαθε πάρεση. (έκφρ.) στραβώνω τα μούτρα μου, κάνω ένα μορφασμό για να εκδηλώσω τη δυσαρέσκειά μου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback