στοιβάζω Verb  [stivazo, stoibazw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu στοιβάζω

στοιβάζω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Και στοιβάζω μπορεί να σημαίνει με αυτόν τον τρόπο ή αυτόν τον τρόπο ή κάτι αυθαίρετο στις Ν διαστάσεις.Und schichten kann dies bedeuten, oder das, oder etwas beliebig anderes im Raum.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στοιβάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στοιβάζωστοιβάζουμε, στοιβάζομεστοιβάζομαιστοιβαζόμαστε
στοιβάζειςστοιβάζετεστοιβάζεσαιστοιβάζεστε, στοιβαζόσαστε
στοιβάζειστοιβάζουν(ε)στοιβάζεταιστοιβάζονται
Imper
fekt
στοίβαζαστοιβάζαμεστοιβαζόμουν(α)στοιβαζόμαστε, στοιβαζόμασταν
στοίβαζεςστοιβάζατεστοιβαζόσουν(α)στοιβαζόσαστε, στοιβαζόσασταν
στοίβαζεστοίβαζαν, στοιβάζαν(ε)στοιβαζόταν(ε)στοιβάζονταν, στοιβαζόντανε, στοιβαζόντουσαν
Aoristστοίβαξαστοιβάξαμεστοιβάχτηκαστοιβαχτήκαμε
στοίβαξεςστοιβάξατεστοιβάχτηκεςστοιβαχτήκατε
στοίβαξεστοίβαξαν, στοιβάξαν(ε)στοιβάχτηκεστοιβάχτηκαν, στοιβαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στοιβάξει
έχω στοιβαγμένο
έχουμε στοιβάξει
έχουμε στοιβαγμένο
έχω στοιβαχτεί
είμαι στοιβαγμένος, -η
έχουμε στοιβαχτεί
είμαστε στοιβαγμένοι, -ες
έχεις στοιβάξει
έχεις στοιβαγμένο
έχετε στοιβάξει
έχετε στοιβαγμένο
έχεις στοιβαχτεί
είσαι στοιβαγμένος, -η
έχετε στοιβαχτεί
είστε στοιβαγμένοι, -ες
έχει στοιβάξει
έχει στοιβαγμένο
έχουν στοιβάξει
έχουν στοιβαγμένο
έχει στοιβαχτεί
είναι στοιβαγμένος, -η, -ο
έχουν στοιβαχτεί
είναι στοιβαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στοιβάξει
είχα στοιβαγμένο
είχαμε στοιβάξει
είχαμε στοιβαγμένο
είχα στοιβαχτεί
ήμουν στοιβαγμένος, -η
είχαμε στοιβαχτεί
ήμαστε στοιβαγμένοι, -ες
είχες στοιβάξει
είχες στοιβαγμένο
είχατε στοιβάξει
είχατε στοιβαγμένο
είχες στοιβαχτεί
ήσουν στοιβαγμένος, -η
είχατε στοιβαχτεί
ήσαστε στοιβαγμένοι, -ες
είχε στοιβάξει
είχε στοιβαγμένο
είχαν στοιβάξει
είχαν στοιβαγμένο
είχε στοιβαχτεί
ήταν στοιβαγμένος, -η, -ο
είχαν στοιβαχτεί
ήταν στοιβαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στοιβάζωθα στοιβάζουμε, θα στοιβάζομεθα στοιβάζομαιθα στοιβαζόμαστε
θα στοιβάζειςθα στοιβάζετεθα στοιβάζεσαιθα στοιβάζεστε, θα στοιβαζόσαστε
θα στοιβάζειθα στοιβάζουν(ε)θα στοιβάζεταιθα στοιβάζονται
Fut
ur
θα στοιβάξωθα στοιβάξουμε, θα στοιβάξομεθα στοιβαχτώθα στοιβαχτούμε
θα στοιβάξειςθα στοιβάξετεθα στοιβαχτείςθα στοιβαχτείτε
θα στοιβάξειθα στοιβάξουν(ε)θα στοιβαχτείθα στοιβαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στοιβάξει
θα έχω στοιβαγμένο
θα έχουμε στοιβάξει
θα έχουμε στοιβαγμένο
θα έχω στοιβαχτεί
θα είμαι στοιβαγμένος, -η
θα έχουμε στοιβαχτεί
θα είμαστε στοιβαγμένοι, -ες
θα έχεις στοιβάξει
θα έχεις στοιβαγμένο
θα έχετε στοιβάξει
θα έχετε στοιβαγμένο
θα έχεις στοιβαχτεί
θα είσαι στοιβαγμένος, -η
θα έχετε στοιβαχτεί
θα είστε στοιβαγμένοι, -ες
θα έχει στοιβάξει
θα έχει στοιβαγμένο
θα έχουν στοιβάξει
θα έχουν στοιβαγμένο
θα έχει στοιβαχτεί
θα είναι στοιβαγμένος, -η, -ο
θα έχουν στοιβαχτεί
θα είναι στοιβαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στοιβάζωνα στοιβάζουμε, να στοιβάζομενα στοιβάζομαινα στοιβαζόμαστε
να στοιβάζειςνα στοιβάζετενα στοιβάζεσαινα στοιβάζεστε, να στοιβαζόσαστε
να στοιβάζεινα στοιβάζουν(ε)να στοιβάζεταινα στοιβάζονται
Aoristνα στοιβάξωνα στοιβάξουμε, να στοιβάξομενα στοιβαχτώνα στοιβαχτούμε
να στοιβάξειςνα στοιβάξετενα στοιβαχτείςνα στοιβαχτείτε
να στοιβάξεινα στοιβάξουν(ε)να στοιβαχτείνα στοιβαχτούν(ε)
Perf να έχω στοιβάξει
να έχω στοιβαγμένο
να έχουμε στοιβάξει
να έχουμε στοιβαγμένο
να έχω στοιβαχτεί
να είμαι στοιβαγμένος, -η
να έχουμε στοιβαχτεί
να είμαστε στοιβαγμένοι, -ες
να έχεις στοιβάξει
να έχεις στοιβαγμένο
να έχετε στοιβάξει
να έχετε στοιβαγμένο
να έχεις στοιβαχτεί
να είσαι στοιβαγμένος, -η
να έχετε στοιβαχτεί
να είστε στοιβαγμένοι, -ες
να έχει στοιβάξει
να έχει στοιβαγμένο
να έχουν στοιβάξει
να έχουν στοιβαγμένο
να έχει στοιβαχτεί
να είναι στοιβαγμένος, -η, -ο
να έχουν στοιβαχτεί
να είναι στοιβαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστοίβαζεστοιβάζετεστοιβάζεστε
Aoristστοίβαξεστοιβάξτε, στοιβάχτεστοιβάξουστοιβαχτείτε
Part
izip
Presστοιβάζοντας
Perfέχοντας στοιβάξει, έχοντας στοιβαγμένοστοιβαγμένος, -η, -οστοιβαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristστοιβάξειστοιβαχτεί















Griechische Definition zu στοιβάζω

στοιβάζω [stivázo] -ομαι : 1. τοποθετώ πολλά όμοια ή ομοειδή πράγματα το ένα επάνω στο άλλο, συνήθ. πρόχειρα και προσωρινά: Στοίβαξε τα βιβλία επάνω στο γραφείο / τα πιάτα στο νεροχύτη. Tα ξύλα στοιβάχτηκαν στην αποθήκη, τακτοποιήθηκαν σε στοίβες. || συσσωρεύω πράγματα άχρηστα ή περιττά: Aγοράζει και στοιβάζει ρούχα και παπούτσια. Στοιβάζουμε πλούτη σαν να πρόκειται να ζήσουμε αιώνια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback