στενοχωρώ Verb  [stenochoro, stenoxwrw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu στενοχωρώ

στενοχωρώ Koine-Griechisch στενοχωρέω / στενοχωρῶ altgriechisch στενός + χῶρος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
bedrücken
deprimieren

Grammatik

Grammatik zu στενοχωρώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
stenaxorao">στενοχωρώ, στεναχωρώστενοχωρούμε, στεναχωρούμεστενοχωρούμαιστενοχωρούμαστε
στενοχωρείς, στεναχωρείςστενοχωρείτε, στεναχωρείτεστενοχωρείσαιστενοχωρείστε
στενοχωρεί, στεναχωρείστενοχωρούν(ε), στεναχωρούν(ε)στενοχωρείταιστενοχωρούνται
Imper
fekt
στενοχωρούσα, στεναχωρούσαστενοχωρούσαμε, στεναχωρούσαμεστενοχωρούμουνστενοχωρούμαστε
στενοχωρούσες, στεναχωρούσεςστενοχωρούσατε, στεναχωρούσατε
στενοχωρούσε, στεναχωρούσεστενοχωρούσαν(ε), στεναχωρούσαν(ε)στενοχωρούνταν, στενοχωρείτοστενοχωρούνταν, στενοχωρούντο
Aoristστενοχώρησα, στεναχώρησαστενοχωρήσαμε, στεναχωρήσαμεστενοχωρήθηκαστενοχωρηθήκαμε
στενοχώρησες, στεναχώρησεςστενοχωρήσατε, στεναχωρήσατεστενοχωρήθηκεςστενοχωρηθήκατε
στενοχώρησε, στεναχώρησεστενοχώρησαν, στενοχωρήσαν(ε), στεναχώρησαν, στεναχωρήσαν(ε)στενοχωρήθηκεστενοχωρήθηκαν, στενοχωρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω στενοχωρήσει
έχω στενοχωρημένο
έχουμε στενοχωρήσει
έχουμε στενοχωρημένο
έχω στενοχωρηθεί
είμαι στενοχωρημένος, -η
έχουμε στενοχωρηθεί
είμαστε στενοχωρημένοι, -ες
έχεις στενοχωρήσει
έχεις στενοχωρημένο
έχετε στενοχωρήσει
έχετε στενοχωρημένο
έχεις στενοχωρηθεί
είσαι στενοχωρημένος, -η
έχετε στενοχωρηθεί
είστε στενοχωρημένοι, -ες
έχει στενοχωρήσει
έχει στενοχωρημένο
έχουν στενοχωρήσει
έχουν στενοχωρημένο
έχει στενοχωρηθεί
είναι στενοχωρημένος, -η, -ο
έχουν στενοχωρηθεί
είναι στενοχωρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα στενοχωρήσει
είχα στενοχωρημένο
είχαμε στενοχωρήσει
είχαμε στενοχωρημένο
είχα στενοχωρηθεί
ήμουν στενοχωρημένος, -η
είχαμε στενοχωρηθεί
ήμαστε στενοχωρημένοι, -ες
είχες στενοχωρήσει
είχες στενοχωρημένο
είχατε στενοχωρήσει
είχατε στενοχωρημένο
είχες στενοχωρηθεί
ήσουν στενοχωρημένος, -η
είχατε στενοχωρηθεί
ήσαστε στενοχωρημένοι, -ες
είχε στενοχωρήσει
είχε στενοχωρημένο
είχαν στενοχωρήσει
είχαν στενοχωρημένο
είχε στενοχωρηθεί
ήταν στενοχωρημένος, -η, -ο
είχαν στενοχωρηθεί
ήταν στενοχωρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στενοχωρώθα στενοχωρούμεθα στενοχωρούμαιθα στενοχωρούμαστε
θα στενοχωρείςθα στενοχωρείτεθα στενοχωρείσαιθα στενοχωρείστε
θα στενοχωρείθα στενοχωρούν(ε)θα στενοχωρείταιθα στενοχωρούνται
Fut
ur
θα στενοχωρήσωθα στενοχωρήσουμεθα στενοχωρηθώθα στενοχωρηθούμε
θα στενοχωρήσειςθα στενοχωρήσετεθα στενοχωρηθείςθα στενοχωρηθείτε
θα στενοχωρήσειθα στενοχωρήσουν(ε)θα στενοχωρηθείθα στενοχωρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στενοχωρήσει
θα έχω στενοχωρημένο
θα έχουμε στενοχωρήσει
θα έχουμε στενοχωρημένο
θα έχω στενοχωρηθεί
θα είμαι στενοχωρημένος, -η
θα έχουμε στενοχωρηθεί
θα είμαστε στενοχωρημένοι, -ες
θα έχεις στενοχωρήσει
θα έχεις στενοχωρημένο
θα έχετε στενοχωρήσει
θα έχετε στενοχωρημένο
θα έχεις στενοχωρηθεί
θα είσαι στενοχωρημένος, -η
θα έχετε στενοχωρηθεί
θα είστε στενοχωρημένοι, -η
θα έχει στενοχωρήσει
θα έχει στενοχωρημένο
θα έχουν στενοχωρήσει
θα έχουν στενοχωρημένο
θα έχει στενοχωρηθεί
θα είναι στενοχωρημένος, -η, -ο
θα έχουν στενοχωρηθεί
θα είναι στενοχωρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στενοχωρώνα στενοχωρούμενα στενοχωρούμαινα στενοχωρούμαστε
να στενοχωρείςνα στενοχωρείτενα στενοχωρείσαινα στενοχωρείστε
να στενοχωρείνα στενοχωρούν(ε)να στενοχωρείταινα στενοχωρούνται
Aoristνα στενοχωρήσωνα στενοχωρήσουμε, να στενοχωρήσομενα στενοχωρηθώνα στενοχωρηθούμε
να στενοχωρήσειςνα στενοχωρήσετενα στενοχωρηθείςνα στενοχωρηθείτε
να στενοχωρήσεινα στενοχωρήσουν(ε)να στενοχωρηθείνα στενοχωρηθούν(ε)
Perfνα έχω στενοχωρήσει
να έχω στενοχωρημένο
να έχουμε στενοχωρήσει
να έχουμε στενοχωρημένο
να έχω στενοχωρηθεί
να είμαι στενοχωρημένος, -η
να έχουμε στενοχωρηθεί
να είμαστε στενοχωρημένοι, -ες
να έχεις στενοχωρήσει
να έχεις στενοχωρημένο
να έχετε στενοχωρήσει
να έχετε στενοχωρημένο
να έχεις στενοχωρηθεί
να είσαι στενοχωρημένος, -η
να έχετε στενοχωρηθεί
να είστε στενοχωρημένοι, -ες
να έχει στενοχωρήσει
να έχει στενοχωρημένο
να έχουν στενοχωρήσει
να έχουν στενοχωρημένο
να έχει στενοχωρηθεί
να είναι στενοχωρημένος, -η, -ο
να έχουν στενοχωρηθεί
να είναι στενοχωρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστενοχωρείτεστενοχωρείστε
Aoristστενοχώρησεστενοχωρήστε, στενοχωρήσετεστενοχωρήσουστενοχωρηθείτε
Part
izip
Presστενοχωρώνταςστενοχωρούμενος
Perfέχοντας στενοχωρήσει, έχοντας στενοχωρημένοστενοχωρημένος, -η, -οστενοχωρημένοι, -ες, -α
InfinAoristστενοχωρήσειστενοχωρηθεί







Griechische Definition zu στενοχωρώ

στενοχωρώ [stenoxoró] -ιέμαι .9β αόρ. και στεναχώρεσα, απαρέμφ. και στεναχωρέσει, παθ. αόρ. και στεναχωρέθηκα, απαρέμφ. και στεναχωρεθεί, μππ. στεναχωρημένος και στεναχωρεμένος : 1. προκαλώ σε κπ. στενοχώρια, τον κάνω να λυπάται: H πρώτη του αποτυχία τον στενοχώρησε πολύ αλλά δεν τον απογοήτευσε. || (παθ.) αισθάνομαι στενοχώρια, είμαι στενοχωρημένος: Στενοχωρήθηκε, όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback