ρωτώ mittelgriechisch ρωτώ altgriechisch ἐρωτάω / ἐρωτῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κατά συνέπεια, ρωτώ τον Επίτροπο πώς βλέπει αυτή τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, η οποία δεν προκαλεί αμφισβητήσεις, στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταρρύθμισης της πολιτικής ανταγωνισμού για την οποία, όπως πολύ καλά ξέρει, θα μπορούσαμε ευγενικά να πούμε πως προκαλεί κάπως περισσότερες αμφισβητήσεις. | Daher möchte ich ihn fragen, wie er diese Reform, die überhaupt nicht strittig ist, vor dem Hintergrund der umfassenden Reform der Wettbewerbspolitik betrachtet, die, wie er auch weiß, gelinde gesagt doch etwas umstritten ist. Übersetzung bestätigt |
Αυτός μάλιστα είναι και ο λόγος που ρωτώ γιατί άραγε ξεχάστηκε η τύρφη, η οποία μάλιστα χρειάζεται και χίλια χρόνια για να ανανεωθεί; Και όμως, η τύρφη συνιστά σήμερα φυτό των φτωχών περιφερειών, ενώ αντίθετα ο λιγνίτης των πιο εύπορων! | Deshalb möchte ich auch fragen, wo der Torf geblieben ist, der sich immerhin einen Millimeter pro Jahr erneuert; aber Torf ist ja jetzt ein Gewächs armer Regionen, dagegen ist Braunkohle ein Energieträger der wohlhabenderen! Übersetzung bestätigt |
Γι' αυτό ρωτώ την Επίτροπο, και όλη την Επιτροπή, αν είναι διατεθειμένη να εκπονήσει μια έκθεση προόδου σχετικά με αυτό το θέμα. | Ich möchte die Kommissarin und die gesamte Kommission daher fragen, ob sie bereit sind, einen Fortschrittsbericht zu diesem Thema zu erarbeiten. Übersetzung bestätigt |
Απλά ρωτώ "γιατί". | Ich kann nur fragen, wieso. Übersetzung bestätigt |
Ξέρω ότι είναι κάπως άδικο να ρωτώ εσάς, κύριε Almunia. | Ich weiß, es ist etwas unfair, Sie danach zu fragen, Herr Almunia. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ρωτάω, ρωτώ | ρωτάμε, ρωτούμε | ρωτιέμαι | ρωτιόμαστε |
ρωτάς | ρωτάτε | ρωτιέσαι | ρωτιέστε, ρωτιόσαστε | ||
ρωτάει, ρωτά | ρωτάν(ε), ρωτούν(ε) | ρωτιέται | ρωτιούνται, ρωτιόνται | ||
Imper fekt | ρωτούσα, ρώταγα | ρωτούσαμε, ρωτάγαμε | ρωτιόμουν(α) | ρωτιόμαστε, ρωτιόμασταν | |
ρωτούσες, ρώταγες | ρωτούσατε, ρωτάγατε | ρωτιόσουν(α) | ρωτιόσαστε, ρωτιόσασταν | ||
ρωτούσε, ρώταγε | ρωτούσαν(ε), ρώταγαν, ρωτάγανε | ρωτιόταν(ε) | ρωτιόνταν(ε), ρωτιούνταν, ρωτιόντουσαν | ||
Aorist | ρώτησα | ρωτήσαμε | ρωτήθηκα | ρωτηθήκαμε | |
ρώτησες | ρωτήσατε | ρωτήθηκες | ρωτηθήκατε | ||
ρώτησε | ρώτησαν, ρωτήσαν(ε) | ρωτήθηκε | ρωτήθηκαν, ρωτηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ρωτάω, | θα ρωτάμε, | |||
θα ρωτάει, | θα ρωτάν(ε), | θα ρωτιέται | θα ρωτιούνται, | ||
Fut ur | θα ρωτήσω | θα ρωτήσουμε, | |||
θα ρωτήσεις | θα ρωτήσετε | θα ρωτηθείς | θα ρωτηθείτε | ||
θα ρωτήσει | θα ρωτήσουν(ε) | θα ρωτηθεί | θα ρωτηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ρωτάω, | να ρωτάμε, | να ρωτιέμαι | να ρωτιόμαστε |
να ρωτάς | να ρωτάτε | να ρωτιέσαι | να ρωτιέστε, | ||
να ρωτάει, | να ρωτάν(ε), | να ρωτιέται | να ρωτιούνται, | ||
Aorist | να ρωτήσω | να ρωτήσουμε, | να ρωτηθώ | να ρωτηθούμε | |
να ρωτήσεις | να ρωτήσετε | να ρωτηθείς | να ρωτηθείτε | ||
να ρωτήσει | να ρωτήσουν(ε) | να ρωτηθεί | να ρωτηθούν(ε) | Perf | |
Imper ativ | Pres | ρώτα, ρώταγε | ρωτάτε | ρωτιέστε | |
Aorist | ρώτησε, ρώτα | ρωτήστε | ρωτήσου | ρωτηθείτε | |
Part izip | Pres | ρωτώντας | |||
Perf | έχοντας ρωτήσει | ||||
Infin | Aorist | ρωτήσει | ρωτηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | frage nach | ||
du | fragst nach | |||
er, sie, es | fragt nach | |||
Präteritum | ich | fragte nach | ||
Konjunktiv II | ich | fragte nach | ||
Imperativ | Singular | frag nach! frage nach! | ||
Plural | fragt nach! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
nachgefragt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nachfragen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | befrage | ||
du | befragst | |||
er, sie, es | befragt | |||
Präteritum | ich | befragte | ||
Konjunktiv II | ich | befragte | ||
Imperativ | Singular | befrag! befrage! | ||
Plural | befragt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
befragt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:befragen |
ρωτώ [rotó] & -άω, -ιέμαι : ζητώ από κπ. να μου δώσει μια πληροφορία ή γνώμη: Tον ρώτησε από πού κατάγεται. Tους ρωτήσαμε αλλά αυτοί δεν απάντησαν. Ρώτησε τ΄ όνομά τους. Tον ρώτησα πώς βλέπει την κατάσταση. ρωτώ για τις αιτίες. ρωτώ επίμονα / φορτικά / ευγενικά / με αγωνία / αδιάφορα. Aν τον ρωτούσες πιο ευγενικά, μπορεί να σου έδινε περισσότερες πληροφορίες. Ρώτησαν και ξαναρώτησαν, αλλά κανείς δεν τους απάντησε. Ρωτήθηκαν όλοι ένας ένας, αλλά κανείς δεν απάντησε. (έκφρ.) μην τα ρωτάς, συνήθ. για δυσάρεστα γεγονότα: Mην τα ρωτάς τι έπαθα! Mην τα ρωτάς πώς γλίτωσα! ρωτώ και ξαναρωτώ*.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.