προσκαλώ Verb  [proskalo, proskalw]

  Verb
(21)

Etymologie zu προσκαλώ

προσκαλώ altgriechisch προσκαλέω / προσκαλῶ πρός + καλέω / καλῶ


GriechischDeutsch
Το φόρουμ συζήτησης που θα οργανωθεί από την ομάδα στις 6 και 7 Νοεμβρίου, στις Βρυξέλλες, και στο οποίο προσκαλώ, όπως είναι ευνόητο, όλα τα ενδιαφερόμενα μέλη αυτού του Σώματος, αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό στάδιο για την εγκαθίδρυση αυτού του διαλόγου.Das von dieser Gruppe für den 6. und 7. November in Brüssel einberufene Diskussionsforum, zu dem ich natürlich alle interessierten Mitglieder Ihres Hauses herzlich einladen möchte, ist ein wichtiger Schritt zur Einleitung dieses Dialogs.

Übersetzung bestätigt

Όταν ο κ. Alexander βαρεθεί τα αεροδρόμια, τον προσκαλώ να επισκεφθεί τη Βαλτική.Wenn Herr Alexander der Flughäfen überdrüssig wird, würde ich ihn gern an die Ostsee einladen.

Übersetzung bestätigt

Στις 4 Μαρτίου 2008 θα γίνει προβολή του ντοκιμαντέρ αυτού με συμμετοχή του δημιουργού του, και προσκαλώ σε αυτήν όλους μου τους συναδέλφους.Am 4. März 2008 wird eine Aufführung dieses Dokumentarfilms in Anwesenheit des Regisseurs stattfinden, zu der ich alle meine Kollegen einladen möchte.

Übersetzung bestätigt

Αυτός είναι ο λόγος που σας προσκαλώ να παραστείτε στην εκδήλωση για νέους στις 10 Ιουλίου.Auch deshalb möchte ich Sie zu der Veranstaltung mit Jugendlichen am 10. Juli einladen.

Übersetzung bestätigt

Εγώ από την άλλη σας προσκαλώ, προκειμένου να δείτε ιδίοις όμμασι την σοβαρότητα της κατάστασης και να στηρίξετε τις προσπάθειες που γίνονται και να κινητοποιήσετε όλα τα όργανα που έχει στην διάθεσή της η Επιτροπή προκειμένου να αποφευχθεί η έλλειψη αυτοπεποίθησης σε όλη την περιοχή καθώς επίσης και η εξάπλωσή της περαιτέρω.Ich persönlich möchte Sie, Herr Kommissar, einladen, damit Sie sich selbst ein Bild von der Ernsthaftigkeit dieser Situation machen, die eingeleiteten Anstrengungen unterstützen und alle Instrumente mobilisieren können, die der Kommission zur Verfügung stehen, um noch stärkere Vertrauensverluste in der Region zu vermeiden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
bitten
einladen

Grammatik

Grammatik zu προσκαλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσκαλώπροσκαλούμεπροσκαλούμαιπροσκαλούμαστε
προσκαλείςπροσκαλείτεπροσκαλείσαιπροσκαλείστε
προσκαλείπροσκαλούν(ε)προσκαλείταιπροσκαλούνται
Imper
fekt
προσκαλούσαπροσκαλούσαμε
προσκαλούσεςπροσκαλούσατε
προσκαλούσεπροσκαλούσαν(ε)προσκαλούνταν, προσκαλείτοπροσκαλούνταν, προσκαλούντο
Aoristπροσκάλεσαπροσκαλέσαμεπροσκλήθηκαπροσκληθήκαμε
προσκάλεσεςπροσκαλέσατεπροσκλήθηκεςπροσκληθήκατε
προσκάλεσεπροσκάλεσαν, προσκαλέσαν(ε)προσκλήθηκεπροσκλήθηκαν, προσκληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω προσκαλέσει
έχω προσκαλεσμένο
έχουμε προσκαλέσει
έχουμε προσκαλεσμένο
έχω προσκληθεί
είμαι προσκαλεσμένος, -η
έχουμε προσκληθεί
είμαστε προσκαλεσμένοι, -ες
έχεις προσκαλέσει
έχεις προσκαλεσμένο
έχετε προσκαλέσει
έχετε προσκαλεσμένο
έχεις προσκληθεί
είσαι προσκαλεσμένος, -η
έχετε προσκληθεί
είστε προσκαλεσμένοι, -ες
έχει προσκαλέσει
έχει προσκαλεσμένο
έχουν προσκαλέσει
έχουν προσκαλεσμένο
έχει προσκληθεί
είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο
έχουν προσκληθεί
είναι προσκαλεσμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα προσκαλέσει
είχα προσκαλεσμένο
είχαμε προσκαλέσει
είχαμε προσκαλεσμενο
είχα προσκληθεί
ήμουν προσκαλεσμένος, -η
είχαμε προσκληθεί
ήμαστε προσκαλεσμένοι, -ες
είχες προσκαλέσει
είχες προσκαλεσμένο
είχατε προσκαλέσει
είχατε προσκαλεσμένο
είχες προσκληθεί
έσουν προσκαλεσμένος, -η
είχατε προσκληθεί
έσαστε προσκαλεσμένοι, -ες
είχε προσκαλέσει
είχε προσκαλεσμένο
είχαν προσκαλέσει
είχαν προσκαλεσμένο
είχε προσκληθεί
ήταν προσκαλεσμένος, -η, -ο
είχαν προσκληθεί
ήταν προσκαλεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσκαλώθα προσκαλούμεθα προσκαλούμαιθα προσκαλούμαστε
θα προσκαλείςθα προσκαλείτεθα προσκαλείσαιθα προσκαλείστε
θα προσκαλείθα προσκαλούν(ε)θα προσκαλείταιθα προσκαλούνται
Fut
ur
θα προσκαλέσωθα προσκαλέσουμε, θα προσκαλέσομεθα προσκληθώθα προσκληθούμε
θα προσκαλέσειςθα προσκαλέσετεθα προσκληθείςθα προσκληθείτε
θα προσκαλέσειθα προσκαλέσουν(ε)θα προσκληθείθα προσκληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσκαλέσει
θα έχω προσκαλεσμένο
θα έχουμε προσκαλέσει
θα έχουμε προσκαλεσμένο
θα έχω προσκληθεί
θα είμαι προσκαλεσμένος, -η
θα έχουμε προσκληθεί
θα είμαστε προσκαλεσμένοι, -ες
θα έχεις προσκαλέσει
θα έχεις προσκαλεσμένο
θα έχετε προσκαλέσει
θα έχετε προσκαλεσμένο
θα έχεις προσκληθεί
θα είσαι προσκαλεσμένος, -η
θα έχετε προσκληθεί
θα είστε προσκαλεσμένοι, -η
θα έχει προσκαλέσει
θα έχει προσκαλεσμένο
θα έχουν προσκαλέσει
θα έχουν προσκαλεσμένο
θα έχει προσκληθεί
θα είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο
θα έχουν προσκληθεί
θα είναι προσκαλεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσκαλώνα προσκαλούμενα προσκαλούμαινα προσκαλούμαστε
να προσκαλείςνα προσκαλείτενα προσκαλείσαινα προσκαλείστε
να προσκαλείνα προσκαλούν(ε)να προσκαλείταινα προσκαλούνται
Aoristνα προσκαλέσωνα προσκαλέσουμε, να προσκαλέσομενα προσκληθώνα προσκληθούμε
να προσκαλέσειςνα προσκαλέσετενα προσκληθείςνα προσκληθείτε
να προσκαλέσεινα προσκαλέσουν(ε)να προσκληθείνα προσκληθούν(ε)
Perfνα έχω προσκαλέσει
να έχω προσκαλεσμένο
να έχουμε προσκαλέσει
να έχουμε προσκαλεσμένο
να έχω προσκληθεί
να είμαι προσκαλεσμένος, -η
να έχουμε προσκληθεί
να είμαστε προσκαλεσμενοι, -ες
να έχεις προσκαλέσει
να έχεις προσκαλεσμένο
να έχετε προσκαλέσει
να έχετε προσκαλεσμένο
να έχεις προσκληθεί
να είσαι προσκαλεσμένος, -η
να έχετε προσκληθεί
να είστε προσκαλεσμένοι, -ες
να έχει προσκαλέσει
να έχει προσκαλεσμένο
να έχουν προσκαλέσει
να έχουν προσκαλεσμένο
να έχει προσκληθεί
να είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο
να έχουν προσκληθεί
να είναι προσκαλεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπροσκαλείτεπροσκαλείστε
Aoristπροσκάλεσεπροσκαλέστε, προσκαλέσετεπροσκληθείτε
Part
izip
Presπροσκαλώνταςπροσκαλούμενος
Perfέχοντας προσκαλέσει, έχοντας προσκαλεσμένοπροσκαλεσμένος, -η, -οπροσκαλεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristπροσκαλέσειπροσκληθεί





Griechische Definition zu προσκαλώ

προσκαλώ [proskaló] -ούμαι παθ. αόρ. και προσκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεκλήθη, προσεκλήθησαν, απαρέμφ. και προσκληθεί, μππ. και προσκεκλημένος* : 1. ζητώ από κπ. να έρθει, να παρευρεθεί, να συμμετάσχει σε μια κοινωνική εκδήλωση ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα, καλώ1: προσκαλώ κπ. σε γεύμα / σε γάμο / σε γιορτή / σε πάρτι. Mας προσκάλεσαν στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Δεν παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, αν και προσκλήθηκαν επισήμως. || (μππ., και ως ουσ.) ο προσκαλεσμένος, ο καλεσμένος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback