προσκαλώ altgriechisch προσκαλέω / προσκαλῶ πρός + καλέω / καλῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το φόρουμ συζήτησης που θα οργανωθεί από την ομάδα στις 6 και 7 Νοεμβρίου, στις Βρυξέλλες, και στο οποίο προσκαλώ, όπως είναι ευνόητο, όλα τα ενδιαφερόμενα μέλη αυτού του Σώματος, αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό στάδιο για την εγκαθίδρυση αυτού του διαλόγου. | Das von dieser Gruppe für den 6. und 7. November in Brüssel einberufene Diskussionsforum, zu dem ich natürlich alle interessierten Mitglieder Ihres Hauses herzlich einladen möchte, ist ein wichtiger Schritt zur Einleitung dieses Dialogs. Übersetzung bestätigt |
Όταν ο κ. Alexander βαρεθεί τα αεροδρόμια, τον προσκαλώ να επισκεφθεί τη Βαλτική. | Wenn Herr Alexander der Flughäfen überdrüssig wird, würde ich ihn gern an die Ostsee einladen. Übersetzung bestätigt |
Στις 4 Μαρτίου 2008 θα γίνει προβολή του ντοκιμαντέρ αυτού με συμμετοχή του δημιουργού του, και προσκαλώ σε αυτήν όλους μου τους συναδέλφους. | Am 4. März 2008 wird eine Aufführung dieses Dokumentarfilms in Anwesenheit des Regisseurs stattfinden, zu der ich alle meine Kollegen einladen möchte. Übersetzung bestätigt |
Αυτός είναι ο λόγος που σας προσκαλώ να παραστείτε στην εκδήλωση για νέους στις 10 Ιουλίου. | Auch deshalb möchte ich Sie zu der Veranstaltung mit Jugendlichen am 10. Juli einladen. Übersetzung bestätigt |
Εγώ από την άλλη σας προσκαλώ, προκειμένου να δείτε ιδίοις όμμασι την σοβαρότητα της κατάστασης και να στηρίξετε τις προσπάθειες που γίνονται και να κινητοποιήσετε όλα τα όργανα που έχει στην διάθεσή της η Επιτροπή προκειμένου να αποφευχθεί η έλλειψη αυτοπεποίθησης σε όλη την περιοχή καθώς επίσης και η εξάπλωσή της περαιτέρω. | Ich persönlich möchte Sie, Herr Kommissar, einladen, damit Sie sich selbst ein Bild von der Ernsthaftigkeit dieser Situation machen, die eingeleiteten Anstrengungen unterstützen und alle Instrumente mobilisieren können, die der Kommission zur Verfügung stehen, um noch stärkere Vertrauensverluste in der Region zu vermeiden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προσκαλώ | προσκαλούμε | προσκαλούμαι | προσκαλούμαστε |
προσκαλείς | προσκαλείτε | προσκαλείσαι | προσκαλείστε | ||
προσκαλεί | προσκαλούν(ε) | προσκαλείται | προσκαλούνται | ||
Imper fekt | προσκαλούσα | προσκαλούσαμε | |||
προσκαλούσες | προσκαλούσατε | ||||
προσκαλούσε | προσκαλούσαν(ε) | προσκαλούνταν, προσκαλείτο | προσκαλούνταν, προσκαλούντο | ||
Aorist | προσκάλεσα | προσκαλέσαμε | προσκλήθηκα | προσκληθήκαμε | |
προσκάλεσες | προσκαλέσατε | προσκλήθηκες | προσκληθήκατε | ||
προσκάλεσε | προσκάλεσαν, προσκαλέσαν(ε) | προσκλήθηκε | προσκλήθηκαν, προσκληθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα προσκαλώ | θα προσκαλούμε | θα προσκαλούμαι | θα προσκαλούμαστε | |
θα προσκαλείς | θα προσκαλείτε | θα προσκαλείσαι | θα προσκαλείστε | ||
θα προσκαλεί | θα προσκαλούν(ε) | θα προσκαλείται | θα προσκαλούνται | ||
Fut ur | θα προσκαλέσω | θα προσκαλέσουμε, | |||
θα προσκαλέσεις | θα προσκαλέσετε | ||||
θα προσκαλέσει | θα προσκαλέσουν(ε) | ||||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προσκαλώ | να προσκαλούμε | να προσκαλούμαι | να προσκαλούμαστε |
να προσκαλείς | να προσκαλείτε | να προσκαλείσαι | να προσκαλείστε | ||
να προσκαλεί | να προσκαλούν(ε) | να προσκαλείται | να προσκαλούνται | ||
Aorist | να προσκαλέσω | να προσκαλέσουμε, | |||
να προσκαλέσεις | να προσκαλέσετε | ||||
να προσκαλέσει | να προσκαλέσουν(ε) | ||||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | προσκαλείτε | προσκαλείστε | ||
Aorist | προσκάλεσε | προσκαλέστε, προσκαλέσετε | προσκληθείτε | ||
Part izip | Pres | προσκαλώντας | προσκαλούμενος | ||
Perf | έχοντας προσκαλέσει, έχοντας προσκαλεσμένο | προσκαλεσμένος, -η, -ο | προσκαλεσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | προσκαλέσει | προσκληθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lade ein | ||
du | lädst ein | |||
er, sie, es | lädt ein | |||
Präteritum | ich | lud ein | ||
Konjunktiv II | ich | lüde ein | ||
Imperativ | Singular | lade ein! | ||
Plural | ladet ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingeladen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einladen |
προσκαλώ [proskaló] -ούμαι παθ. αόρ. και προσκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεκλήθη, προσεκλήθησαν, απαρέμφ. και προσκληθεί, μππ. και προσκεκλημένος* : 1. ζητώ από κπ. να έρθει, να παρευρεθεί, να συμμετάσχει σε μια κοινωνική εκδήλωση ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα, καλώ1: προσκαλώ κπ. σε γεύμα / σε γάμο / σε γιορτή / σε πάρτι. Mας προσκάλεσαν στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Δεν παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, αν και προσκλήθηκαν επισήμως. || (μππ., και ως ουσ.) ο προσκαλεσμένος, ο καλεσμένος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.