παρακμάζω Verb  [parakmazo, parakmazw]

  Verb
(0)

Etymologie zu παρακμάζω

παρακμάζω altgriechisch παρακμάζω παρά + ἀκμάζω ἀκμή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eḱ- (κοφτερός, οξύς)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu παρακμάζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρακμάζωπαρακμάζουμε, παρακμάζομε
παρακμάζειςπαρακμάζετε
παρακμάζειπαρακμάζουν(ε)
Imper
fekt
παράκμαζαπαρακμάζαμε
παράκμαζεςπαρακμάζατε
παράκμαζεπαράκμαζαν, παρακμάζαν(ε)
Aoristπαράκμασαπαρακμάσαμε
παράκμασεςπαρακμάσατε
παράκμασεπαράκμασαν, παρακμάσαν(ε)
Per
fekt
έχω παρακμάσειέχουμε παρακμάσει
έχεις παρακμάσειέχετε παρακμάσει
έχει παρακμάσειέχουν παρακμάσει
Plu
per
fekt
είχα παρακμάσειείχαμε παρακμάσει
είχες παρακμάσειείχατε παρακμάσει
είχε παρακμάσειείχαν παρακμάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρακμάζωθα παρακμάζουμε, θα παρακμάζομε
θα παρακμάζειςθα παρακμάζετε
θα παρακμάζειθα παρακμάζουν(ε)
Fut
ur
θα παρακμάσωθα παρακμάσουμε, θα παρακμάζομε
θα παρακμάσειςθα παρακμάσετε
θα παρακμάσειθα παρακμάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παρακμάσειθα έχουμε παρακμάσει
θα έχεις παρακμάσειθα έχετε παρακμάσει
θα έχει παρακμάσειθα έχουν παρακμάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρακμάζωνα παρακμάζουμε, να παρακμάζομε
να παρακμάζειςνα παρακμάζετε
να παρακμάζεινα παρακμάζουν(ε)
Aoristνα παρακμάσωνα παρακμάσουμε, να παρακμάσομε
να παρακμάσειςνα παρακμάσετε
να παρακμάσεινα παρακμάσουν(ε)
Perfνα έχω παρακμάσεινα έχουμε παρακμάσει
να έχεις παρακμάσεινα έχετε παρακμάσει
να έχει παρακμάσεινα έχουν παρακμάσει
Imper
ativ
Presπαράκμαζεπαρακμάζετε
Aoristπαράκμασεπαρακμάστε
Part
izip
Presπαρακμάζοντας
Perfέχοντας παρακμάσει
InfinAoristπαρακμάσει





Griechische Definition zu παρακμάζω

παρακμάζω [parakmázo] .1α αόρ. και παρήκμασα, απαρέμφ. παρακμάσει, μππ. παρακμασμένος και παρηκμασμένος* : περνώ, βρίσκομαι σε στάδιο μείωσης, φθοράς της ακμής, της ανάπτυξης, της ισχύος και, με επέκταση, του κύρους, της αξίας μου. ANT ακμάζω: Πότε άρχισε να παρακμάζει η Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία; Ο ανθρώπινος οργανισμός αρχίζει να παρακμάζει μετά τα σαράντα. Παρακμάζει το εμπόριο / η οικονομία / ο πολιτισμός. Παρακμάζουν οι τέχνες / τα γράμματα. H παρακμασμένη Οθωμανική Aυτοκρατορία δεν άργησε να διαλυθεί. Tο σώμα του ήταν πλαδαρό και παρακμασμένο.

[λόγ. < αρχ. παρακμάζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback