{το}  πέτρωμα Subst.  [petroma, petrwma]

{das}    Subst.
(17)

Etymologie zu πέτρωμα

πέτρωμα (λόγιο) Koine-Griechisch πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία ελληνικά: (λιθοβολισμός) πετρόω / πετρῶ, (Lehnbedeutung) deutsch Gestein ή (απόδοση) französisch roche[1][2]


GriechischDeutsch
«απορρίμματα κατεργασίας», τα στερεά απόβλητα ή τα πολτώδη υλικά που απομένουν μετά την επεξεργασία ορυκτών με διεργασίες διαχωρισμού (π.χ. θραύση, λειοτρίβηση, διαχωρισμός κατά μέγεθος, επίπλευση και άλλες φυσικοχημικές τεχνικές) προκειμένου να αφαιρεθούν τα πολύτιμα ορυκτά από το λιγότερο πολύτιμο πέτρωμα·„Berge“: feste Rückstände oder Schlämme, die nach der Aufbereitung der Minerale, bei der die Wertminerale vom tauben Gestein getrennt werden (z. B. durch Brechen, Mahlen, Sortieren nach Größe, Flotation und sonstige physikalisch-chemische Techniken) zurückbleiben;

Übersetzung bestätigt

Ορυκτολογική, χημική και διαρθρωτική προσαρμογή συμπαγών πετρωμάτων στις φυσικοχημικές συνθήκες που διαφέρουν από εκείνες υπό τις οποίες προήλθαν τα εν λόγω πετρώματα, και οι οποίες γενικώς επιβάλλονται σε βάθος, κάτω από τις επιφανειακές ζώνες αποσάθρωσης και συγκόλλησης.Mineralogische, chemische und strukturelle Anpassung von Gestein an physikalische und chemische Bedingungen, die von den Genesebedingungen abweichen, wie sie in der Regel unterhalb der Verwitterungsund Zementationszone in größeren Tiefen vorherrschen.

Übersetzung bestätigt

Πτυχή, γενικώς με το κυρτό μέρος προς τα πάνω, της οποίας ο πυρήνας περιέχει τα στρωματογραφικώς παλαιότερα πετρώματα.Eine im Allgemeinen nach oben konvexe Falte, in deren Zentrum die stratigrafisch älteren Gesteine liegen.

Übersetzung bestätigt

Πτυχή της οποίας ο πυρήνας περιέχει τα στρωματογραφικώς νεότερα πετρώματα· γενικώς έχει το κοίλο μέρος προς τα πάνω.Eine im Allgemeinen nach oben konkave Falte, in deren Zentrum die stratigrafisch jüngeren Gesteine liegen.

Übersetzung bestätigt

Οι πάροχοι δεδομένων μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τις πρόσθετες τιμές για τα προκάμβρια πετρώματα και τις τεταρτογενείς ενότητες που καθορίζονται στο έγγραφο τεχνικών κατευθυντήριων γραμμών INSPIRE σχετικά με τη γεωλογία.Datenanbieter können die im technischen Leitfaden für INSPIRE zum Thema Geologie angegebenen zusätzlichen Werte für präkambrische Gesteine und Abschnitte des Quartärs verwenden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Gestein
Klippe
Fels
Felsen



Griechische Definition zu πέτρωμα

πέτρωμα το [pétroma] : (γεωλ.) γενική ονομασία για το υλικό από το οποίο συνίσταται ο στερεός φλοιός της γης και ειδικότερα το τμήμα του στερεού φλοιού το οποίο παρουσιάζει γεωλογική αυτοτέλεια: Iζηματογενή πετρώματα. Εκρηξιγενή πετρώματα. Aσβεστολιθικά πετρώματα.

[λόγ. < ελνστ. πέτρωμα `πέτρινη κατασκευή΄, αρχ. σημ.: `λιθοβολισμός΄ σημδ. γερμ. Gestein ή γαλλ. roche]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback