Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ολόκληρα |
ολοκλήρωση |
όλος |
όλος -η -ο |
ολο- |
Noch keine Grammatik zu ολο.
ολο- [olo] & ολό- [oló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ολ- [ol], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους· συνήθ.: 1. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο που υπάρχει ως β' συνθετικό, σχηματίζοντας με σύνθετη λέξη τον υπερθετικό βαθμό του· (πρβ. θεο-, κατα-): ολόγυμνος, ολοζώντανος, ολόισιος, ολοκαίνουριος, τελείως γυμνός, πάρα πολύ ζωντανός, ίσιος κτλ. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.