οίκος altgriechisch οἶκος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ο κ. TÓth φρονεί επίσης ότι η ενίσχυση της συμμετοχικής δημοκρατίας, που προοιωνίζει η νέα Συνθήκη, συνιστά μοναδική ευκαιρία για να καταστεί η ΕΟΚΕ πραγματικά ο οίκος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών. | Auch Janos TÓTH hält die im Vertrag vorgesehene Stärkung der partizipativen Demokratie für eine einzigartige Gelegenheit für den Ausschuss, wirklich zum Haus der organisierten Zivilgesellschaft zu werden. Übersetzung bestätigt |
Aν πράγματι υπάρχει ένα μελετημένο όραμα για τα θεμέλια της ευρωπαϊκής συνεργασίας, ο ευρωπαϊκός οίκος είναι σταθερότερος και μπορεί να αντέξει την κακοκαιρία. | Hat man aber von dem Fundament der europäischen Zusammenarbeit eine präzise Vorstellung, dann steht das europäische Haus auf einer stabileren Grundlage und hat auch in stürmischen Zeiten Bestand. Übersetzung bestätigt |
Πώς σκοπεύετε να χρησιμοποιήσετε, για παράδειγμα, το νέο Παρατηρητήριο των Βιομηχανικών Σχέσεων, τη λειτουργία του οποίου θα αναλάβει το Ίδρυμα του Δουβλίνου και για την ίδρυση του οποίου επέμενε τόσο ο μεγάλος αυτός οίκος, το Κοινοβούλιό μας; | Wie gedenken Sie z. B. die neue Europäische Beobachtungsstelle für Arbeitsbeziehungen zu nutzen, die im Rahmen der Dubliner Stiftung arbeitet und deren Errichtung diesem Hohen Haus sehr am Herzen lag? Übersetzung bestätigt |
Ίσως θα είναι καλύτερα ο οίκος της ευρωπαϊκής ιστορίας να βρίσκεται εδώ, σε αυτό το πανέμορφο κτίριο. | Vielleicht wäre das "Haus der Europäischen Geschichte" hier, in diesem wunderschönen Gebäude, am besten aufgehoben. Übersetzung bestätigt |
Σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αυτός ο οίκος ευρωπαϊκής δημοκρατίας, μπορεί να ισχυριστεί περήφανα ότι έχει μία εξαιρετική ιστορία στο παρελθόν του, είμαι βέβαιος, αλλά επίσης και στο μέλλον του. | Heute kann das Europäische Parlament, dieses Haus der europäischen Demokratie, voller Stolz sagen, dass es eine große Geschichte hinter sich hat, aber, dessen bin ich sicher, auch vor sich hat. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
οικοσύστημα |
οικόσημο |
οικοσκευή |
οικόσιτος -η -ο |
οικοσημολογία |
οίκος ο [íkos] : 1. (λόγ.) κατοικία, σπίτι. (έκφρ.) κατ΄ οίκον, στο σπίτι: Έρευνα / περιορισμός / μαθήματα κατ΄ οίκον. τα του οίκου του, οι ιδιωτικές υποθέσεις κάποιου: Aς τακτοποιήσει πρώτα τα του οίκου του. οίκος απωλείας*. ΦΡ τα εν οίκω μη εν δήμω, να μην ανακοινώνεται κτ. που είναι γνωστό μόνο σε στενό, συνήθ. οικογενειακό, κύκλο. || (ως χαρακτηρισμός ή ονομασία): οίκος του Θεού, ναός, εκκλησία. οίκος ευγηρίας, για ιδιωτικό γηροκομείο. οίκος ανοχής*. Λευκός Οίκος, η επίσημη κατοικία του προέδρου των Hνωμένων Πολιτειών, και με επέκταση, ο πρόεδρος και η κυβέρνηση της χώρας αυτής. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.