νέος Subst.  [neos]

(32)
{die}    Subst.
(26)
{das}    Subst.
(19)

Etymologie zu νέος

νέος altgriechisch νέος


GriechischDeutsch
Για παράδειγμα, ενδεχομένως ένας νέος να μην μπορεί να έρθει σε επαφή με το σύστημα δημόσιας υγείας πριν φτάσει σε μια κρίσιμη φάση.Es ist durchaus möglich, daß ein junger Mensch erst dann mit dem staatlichen Gesund­heitswesen in Berührung kommt, wenn er sich bereits in einer kritischen Lebensphase befindet.

Übersetzung bestätigt

Το να έχει ένας νέος το δικαίωμα να λέει «ΕΧΩ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ!»"Kann ein junger Mensch sagen "ICH HABE EIN RECHT AUF SCHUTZ!"

Übersetzung bestätigt

Όταν ήμουν νέος ονειρευόμουν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.Als junger Mensch träumte ich von den Vereinigten Staaten von Europa.

Übersetzung bestätigt

Με τις «εγγυήσεις για τη νεολαία» καταβάλλεται μέριμνα για την ομαλή μετάβαση από το σχολείο στην εργασία, την ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας και εξασφαλίζεται ότι δεν αποκλείεται κανένας νέος.Die "Jugendgarantie" soll für einen reibungslosen Übergang von der Schule in das Berufsleben sorgen, die Integration in den Arbeitsmarkt fördern und sicherstellen, dass kein junger Mensch ausgeschlossen wird.

Übersetzung bestätigt

Με τις «εγγυήσεις για τη νεολαία» καταβάλλεται μέριμνα για την ομαλή μετάβαση από το σχολείο στην εργασία, την ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας και εξασφαλίζεται ότι δεν αποκλείεται κανένας νέος.Die "Jugendgarantie" soll für einen reibungslosen Übergang von der Schule in das Berufsleben sor­gen, die Integration in den Arbeitsmarkt fördern und sicherstellen, dass kein junger Mensch ausge­schlossen wird.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu νέος


starke Deklination ohne Artikel
SingularPlural
NominativJugendlicheJugendliche
GenitivJugendlicherJugendlicher
DativJugendlicherJugendlichen
AkkusativJugendlicheJugendliche
schwache Deklination mit bestimmtem Artikel
SingularPlural
Nominativdie Jugendlichedie Jugendlichen
Genitivder Jugendlichender Jugendlichen
Dativder Jugendlichenden Jugendlichen
Akkusativdie Jugendlichedie Jugendlichen
gemischte Deklination (mit Possessivpronomen, »kein«, …)
SingularPlural
Nominativeine Jugendlichekeine Jugendlichen
Genitiveiner Jugendlichenkeiner Jugendlichen
Dativeiner Jugendlichenkeinen Jugendlichen
Akkusativeine Jugendlichekeine Jugendlichen



starke Deklination ohne Artikel
SingularPlural
NominativNeues
GenitivNeuen
DativNeuem
AkkusativNeues
schwache Deklination mit bestimmtem Artikel
SingularPlural
Nominativdas Neue
Genitivdes Neuen
Dativdem Neuen
Akkusativdas Neue
gemischte Deklination (mit Possessivpronomen, »kein«, …)
SingularPlural
Nominativein Neues
Genitiveines Neuen
Dativeinem Neuen
Akkusativein Neues



Griechische Definition zu νέος

νέος, επίθ.· νέγος· νεός· νίος· νιος· πληθ. θηλ. νες.

1)
α) Νεαρός, μικρός σε ηλικία:
(Ιστ. πατρ. 13515
β) (ο συγκρ. βαθμός με τη σημασ. του θετ.):
παρεκάλει λέγουσα (ενν. η κόρη): «Νεότερέ μου κύρκα, …» (Διγ. Ζ 2868).
2) Νεανικός:
(Παλαμήδ., Βοηβ. 1366).
3)
α) Καινούργιος:
σελήνη επονόμασε (ενν. ο μέγας Κωνσταντίνος) την νέαν του την Πόλην (Ανακάλ. 91
β) σημερινός, σύγχρονος, νεότερος:
τέχνη … παλιά και νια (Ροδολ. Γ́ 45
γ) παράδοξος· νεοφανέρωτος· πρωτάκουστος:
έρωτα, … της φύσης νέον θαύμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [2]· Κυπρ. ερωτ. 10040
δ) (προκ. για προϊόντα) φρέσκος· που είναι νέας εσοδείας:
βούτυρον, νέον ή παλαιόν (Ασσίζ. 24515
ε) (προκ. για στρατιώτη) νεοσύλλεκτος:
εσηκώθην … ταραχή μέσον τους λας των αρμάτων τους νέους με τους παλιούς (Μαχ. 9630).
4)
α) Δεύτερος, άλλος ένας (για κάπ. ή κ. που μόνο μία φορά έχει προϋπάρξει):
ας κάμει νιο κατακλυσμό τον κόσμο να ξεπλύνει (Πανώρ. Δ́ 128
τον νέον τον Ακρίτην (Προδρ. IV 544
β) (γενικ.):
νέον κρασί, νέο νερό (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [568]).
5) (Για Βυζαντινό αυτοκράτορα σε περίπτωση συμβασιλείας) που έχει πρόσφατα αναλάβει καθήκοντα:
εισήχθην εις την Πόλιν ο βασιλεύς κυρ Ιωάννης ο νέος (Byz. Kleinchron. Á 6821).
Εκφρ.
1) Νέα Γραφή, βλ. γραφή 7γ.
2) Νέον δόμα, δόσιμον, δόσμα = στο Πριγκηπάτο του Μορέως, προκ. για φέουδο μη γονικό, που δόθηκε στο δικαιούχο του μετά την κουγκέστα (Π.Ι. Ζέπος, ΕΕΒΣ 18, 1948, 217):
(Χρον. Μορ. H 8162), (Χρον. Μορ. P 7723, 7692).
3) Νέος καιρός = προκ. για την άνοιξη (πβ. καιρός 7):
(Χρον. Μορ. H 3619).
4) Νέος μάρτυρας, βλ. μάρτυρας 2.
5) Νέα Ρώμη = η Κωνσταντινούπολη:
(Προδρ. III 18).
6) Εκ νέας = ξανά, πάλι:
(Θησ. (Foll.) I 66).
Το αρσ. ως ουσ. =
1)
α) Παλληκάρι, νεαρός άντρας:
εκεί 'δα νέους και λυγερές (Απόκοπ. 467
β) (ο συγκρ. και υπερθ. βαθμός με τη σημασ. του θετ.):
Πιττάκιν … απέστειλεν ο νεότερος προς την κόρην (Αχιλλ. O 346
τους δώδεκα νεότατους τούς θέλω εξεχωρίσει (Αχιλλ. O 131).
2) (Στον πληθ.) νεολαία, άτομα νεαρής ηλικίας:
εσκλαβωθήκαμεν και γέροντες και νέοι (Ιστ. Βλαχ. 2318).
Το θηλ. ως ουσ. = νέα, κόρη, κοπέλα:
να δοξέψω σήμερο μια νια (Στάθ. Πρόλ. 37).
[αρχ. επίθ. νέος. Για τον τ. νέγος πβ. το σημερ. ποντ. νέγιος. Ο τ. νιος (Βλάχ., νειος) και η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback