μείζων Adj.  [mizon, meizwn]

(14)
  Adj.
(0)

Etymologie zu μείζων

μείζων altgriechisch μείζων


GriechischDeutsch
Για την εξάρτιση με υλικό ETCS, ως «μείζων μετασκευή» ορίζονται όλες οι ενέργειες συντήρησης οι οποίες συνεπάγονται επένδυση τουλάχιστον δεκαπλάσια της αξίας τοποθέτησης του υλικού ETCS στο συγκεκριμένο τύπο τροχαίου υλικού.Bezüglich der Ausstattung mit ETCS sind „größere Nachrüstungen“ Instandhaltungsarbeiten, die einen Investitionsaufwand erfordern, der bei mindestens zehnfach größerem Aufwand liegt als der, der mit der Installation von ERTMS/ETCS-Einrichtungen auf dem entsprechenden Fahrzeugtyp verbunden ist.

Übersetzung bestätigt

Καμία μείζων αλλαγή στον τομέα των μεταφορών δεν είναι εφικτή εάν δεν στηριχθεί σε ένα κατάλληλο δίκτυο και σε ευφυέστερη χρήση του.Ohne die Unterstützung durch ein angemessenes Netz und eine intelligentere Nutzung desselben wird keine größere Änderung beim Verkehr möglich sein.

Übersetzung bestätigt

Ιδιαίτερα οι ΜΜΕ ενδέχεται να αποκλειστούν, καθώς για τα μεγέθη τους, μια μείζων επενδυτική αποτυχία μπορεί να έχει συνέπειες για την επιβίωση της επιχείρησης.Vor allem KMU können abgeschreckt werden, denn für sie hat jede größere Fehlinvestition Folgen für den Fortbestand der Firma.

Übersetzung bestätigt

Αιμορραγία (μείζων και ελάσσων αιμορραγία, περιλαμβανομένης της αιμορραγίας στο σημείο παρακέντησης της μηριαίας αρτηρίας σχετιζόμενης με CABG, γαστρεντερικού, ουρογεννητικού, οπισθοπεριτοναϊκή, ενδοκράνια, αιματέμεση, αιματουρία, στοματο/οροφαρυγγική, πτώση αιμοσφαιρίνης/αιματοκρίτη και άλλα).Blutungen (größere und kleinere Blutungen einschließlich Zugangsstelle zur Femoralarterie, Zusammenhang mit CABG, gastrointestinal, urogenital, retroperitoneal, intrakraniell, Hämatemesis, Hämaturie, oral/oropharyngeal, und andere).

Übersetzung bestätigt

Παραταθείσα ακινητοποίηση, μείζων χειρουργική επέμβαση, οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση των κάτω άκρων ή της πυέλου, νευροχειρουργική επέμβαση, ή μείζoν τραύμαLängere Immobilisierung, größere Operation, jede Operation an Beinen oder Hüfte, neurochirurgische Operation oder schweres Trauma

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu μείζων.



Griechische Definition zu μείζων

μείζων, επίθ.· μειζονότερος· μειζότερος.

1) Μεγαλύτερος, περισσότερος:
Η μειζοτέρα στενότης έσεται εις τους Τούρκους (Ωροσκ. 413).
2) Μεγαλύτερος στην ηλικία:
(Ερμον. Η 198).
3) Ανώτερος, ισχυρότερος:
ο ων μειζότερος πάντων (ενν. ο Χριστός) εγένετο πάντων δούλος (Φυσιολ. (Kaim.) 127a95).
4) Που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα:
όχλησις των ελαττοτέρων ανθρώπων κατά τους μείζονας (Ωροσκ. 4118).
5) Σπουδαιότερος:
εζήτει λαβείν άλλο των μοναστηρίων μειζότερον (Ψευδο-Σφρ. 28421).
[αρχ. επίθ. μείζων. Ο περαιτέρω συγκρ. μειζονότερος ήδη αρχ. Ο τ. μειζότερος μτγν. και σήμ. ποντ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback