μαρτυρία altgriechisch μαρτυρία
Griechisch | Deutsch |
---|---|
να υποδεικνύουν πεδία εξέτασης των μαρτύρων και να λαμβάνουν τις μαρτυρίες τους· | Bereiche für Befragungen vorzuschlagen und Zeugenaussagen zu erhalten; Übersetzung bestätigt |
Σύμφωνα με μαρτυρίες και εκθέσεις, οι μαχητές που ενεργούν υπό τις διαταγές του Sultani Makenga έχουν διαπράξει βιασμούς σε όλη την περιοχή Rutshuru κατά γυναικών και παιδιών, εκ των οποίων ορισμένα ήταν μόλις 8 ετών, ως μέρος της στρατηγικής εδραίωσης του ελέγχου της περιοχής Rutshuru. | Zeugenaussagen und Berichten zufolge haben die Milizionäre unter dem Befehl von Sultani Makenga im gesamten Gebiet von Rutshuru im Rahmen einer Strategie zur Festigung der Kontrolle über das Gebiet von Rutshuru Frauen sowie Kinder, die in manchen Fällen erst 8 Jahre alt waren, vergewaltigt. Übersetzung bestätigt |
το κόστος των εκτός οργάνου δραστηριοτήτων απόκτησης πηγών αρχειακού υλικού πρωτογενούς (μαρτυρίες, υλικό από τη δραστηριότητα δημοσιογράφων και/ή ιστορικών και/ή αρχειοθετών κ.λπ.) ή δευτερογενούς (έγγραφα επί παντός είδους μέσων). | die Kosten externer Tätigkeiten zum Zweck des Erwerbs archivalischer Primärquellen (Zeugenaussagen, die von Journalisten und/oder Historikern und/oder Archivaren zusammengetragen wurden) oder archivalischer Sekundärquellen (Dokumente auf Trägermedien jeder Art). Übersetzung bestätigt |
καθώς και οι αποκαλούμενες απλές αποδείξεις, όσες δηλαδή χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της δίκης όπως η μαρτυρία, η ομολογία, ο όρκος κ.λ.π. | Allseits verwendbare Beweisstücke sind mit Sicherheit Urkundenbeweise (öffentliche Urkunden, privatschriftliche Urkunden, Urteile usw.) und die sog. einfachen Beweise, wie Zeugenaussage, Geständnis oder Eid, die sich im Laufe des Prozesses ergeben. Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες καταχρήσεις, τα πρόσωπα που συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση πρέπει να διατηρούν σταθερή σχέση η οποία να τεκμηριώνεται με στοιχεία που αποδεικνύουν τη συγκατοίκηση ή με αξιόπιστες μαρτυρίες. | Um Missbrauch zu verhindern, müssen unverheiratete Paare das Bestehen einer dauerhaften Beziehung etwa durch Belege für ihr Zusammenleben oder durch glaubwürdige Zeugenaussagen nachweisen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Zeugenaussage | die Zeugenaussagen |
Genitiv | der Zeugenaussage | der Zeugenaussagen |
Dativ | der Zeugenaussage | den Zeugenaussagen |
Akkusativ | die Zeugenaussage | die Zeugenaussagen |
μαρτυρία η [martiría] : πληροφορία που αφορά κτ. συνήθ. όχι πολύ γνωστό: Mαρτυρίες για το μεγάλο σεισμό υπάρχουν σε συγγραφείς της εποχής εκείνης. Γραπτή / προφορική μαρτυρία. Aντιφατικές μαρτυρίες. α. πληροφορία που δίνει κάποιος για κπ. ή για κτ.: Επικαλούμαι τη μαρτυρία του τάδε για να αποδείξω ότι αυτός που με κατηγορεί ψεύδεται. Ψευδής / αναμφισβήτητη μαρτυρία. H μαρτυρία σε δικαστήριο, μαρτυρική κατάθεση. (έκφρ.) αψευδής* μαρτυρία. β. σύνολο από πληροφορίες για κπ. ή για κτ.: Tο βιβλίο αυτό αποτελεί μία συναρπαστική μαρτυρία για τον τελευταίο πόλεμο. ΦΡ η έξωθεν καλή μαρτυρία, καλή φήμη ή υπόληψη: Έχει / διαθέτει κάποιος την έξωθεν καλή μαρτυρία.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.