Griechische Definition zu μέγας
μέγας, επίθ.· μεγάλος· ουδ. μέγαν· συγκρ. μεγαλιότερος· μεγαλλύτερος· μεγαλότερος· υπερθ. μεγαλότατος· μεγιστότατος· θηλ. μέγιστος. — Βλ. και .
1) α) Μεγαλόσωμος, σωματώδης
: (Διγ. Z 3880)·
(προκ. για ζώα)
: (Ερωτόκρ. Β́ 235)·
β) ψηλός
: (Ερμον. Δ 176).
2) Ενήλικος· (ο πιο) μεγάλος στην ηλικία
: (Ερωφ. Δ́ 659)·
εφόρεσαν (ενν. οι άντρες Νινβέ) σακκί από μέγα αυτών και ως μικρόν (Ιων. III 5).
3) α) (Σχετ. με έκταση, μέγεθος, διαστάσεις, κλπ.) απέραντος, αχανής
: (Ριμ. κόρ. 598), (Πανώρ. Β́ 257)·
β) πελώριος, ευμεγέθης
: (Χρον. σουλτ. 4424)·
οι κοκάλοι του (ενν. του αλόγου) μεγάλοι (Πτωχολ. α 442).
4) (Ως επίθ. του Θεού)
: (Π. Ν. Διαθ. φ. 335 α 3).
5) (Ως επίθ. της Παναγίας)
: Μαρία … πανάχραντε, πάντων μεγαλοτέρα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 46).
6) (Ως επίθ. βασιλέων, μοναρχών, κλπ.)
: (Πτωχολ. α 193), (Byz. Kleinchron. Á 4415).
7) α) Επιφανής, σπουδαίος
: βασιλέα μέγαν (Πτωχολ. α 919· Πανώρ. Αφ. 25)·
οι μεγάλοι άνθρωποι οι κεφαλάδες όλοι (Χρον. Μορ. H 5697)·
β) ευγενής, που κατάγεται από αρχοντική γενιά
: πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι (ενν. οι χαρές) να μπούσι (Ερωτόκρ. Ά 660).
8) Που έχει μεγάλη ισχύ, δικαιοδοσία, κλπ.
: (Κορων., Μπούας 18)·
το αντίδικον μέρος αν θέλει … ποιεί κράξιμον εις μεγαλότερον κριτήν (Ελλην. νόμ. 51930).
9) (Προκ. για φυσικά φαινόμενα) ισχυρός, σφοδρός
: (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402), (Ερωφ. Β́ 237).
10) (Προκ. για ήχους) δυνατός, ηχηρός
: (Χρον. Μορ. P 4817), (Ερωτόκρ. Β́ 955).
11) (Προκ. για χρονική διάρκεια) πολύς
: ώρα διάβη μεγάλη (Αλεξ. 2759).
12) Πολυάριθμος
: έθνος μεγάλο και δυνατό (Πεντ. Γέν. XVIII 18).
13) α) Προκ. για μεγάλη ένταση, διάρκεια, έκταση, κλπ. κάπ. κατάστασης, γεγονότος, κλπ.
: θανατικόν μέγα (Έκθ. χρον. 3311)·
μέγαν πόλεμον (Μαχ. 11023)·
β) (προκ. για ύπνο) βαθύς
: (Ιμπ. 541)·
γ) δεινός, φοβερός
: μεγάλον πράγμα και φρικτόν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2247)·
δ) ανδρείος, θαρραλέος
: είχεν (ενν. ο καπετάνιος) ψυχήν μεγάλην (Χρον. Τόκκων 160).
14) Αξιόλογος, σημαντικός
: Μεγαλότατον είναι το βιβλίον της Αγίας Γραφής (Ροδινός 88).
15) Υψηλός, βαθυστόχαστος
: (Ερωφ. Ά 585)·
νοήματα μεγάλα (Ιστ. πατρ. 1289).
16) α) Σοβαρός, «βαρύς»
: σφάλμα μας μεγάλο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 9325)·
όρκον έκαμε μεγάλον (Πτωχολ. Β 308)·
β) δύσκολος, επικίνδυνος
: (Ερωφ. Δ́ 74)·
είντα ελπίδαν έχεις εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη (Ερωτόκρ. Ά 367).
17) Αυστηρός, ρητός
: ορίζει η … εκκλησία … επιτίμια και κανόνας μεγίστους (Μάρκ., Βουλκ. 3398).
18) Ακριβός
: έκαμεν (ενν. ο βεζίρης) εις όλα τα πράγματα … από μικρόν έως μέγα νάρκι (Συναδ. φ. 73v).
19) Υπερπλήρης
: μέγα μουζούρι θέλουσιν οπόταν αγοράζουν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 384).
20) Πομπώδης, επιδεικτικός, καυχησιάρικος
: λόγια εύκαιρα και μεγάλα (Αιτωλ., Μύθ. 12629).
21) (Προκ. για τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα)
: (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4531)·
Μέγα Σάββατον (Πουλολ. 180· Σπαν. (Ζώρ.) V 452).
22) Εκτενής, διεξοδικός
: να σας ειπώ αφήγησιν, καταλογήν μεγάλην (Χρον. Μορ. H 1201).
23) (Προκ. για γεύμα) πλούσιο
: (Φλώρ. 777).
Εκφρ.
1) Εις το μέγα, βλ. εις Εκφρ. 18.
2) Μέγας αυθέντης ή
αφέντης = σουλτάνος (πβ.
αυθέντης 5 και
μεγαφέντης)
: (Byz. Kleinchron. Á 27323, 36917).
3) Μεγάλη αυλή, βλ. αυλή 3α έκφρ.
4) Μέγα μύρο(ν), βλ. μύρον Εκφρ.
5) Μέγας βασιλεύς =
(α) ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου
: (Byz. Kleinchron. Á 6101)·
(β) σουλτάνος
: (Byz. Kleinchron. Á 3205).
6) Mέγας δομέστικος, βλ. δομέστικος 1β.
7) Μέγας δουξ ή δούκας, βλ. δουξ 2.
8) Μεγάλη εκκλησία =
(α) η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης
: (Hagia Sophia ω 5164)·
(β) το Οικουμενικό Πατριαρχείο:
(Συναδ. φ. 47r).
9) Μέγας Κύρης, βλ. κύρης 1α έκφρ.
10) Μέγας λογοθέτης, βλ. λογοθέτης Ά1β και Β́2.
11)
α) Μέγας μάγιστρος, βλ. μάγιστρος 2·
β) μέγας μα(γ)ίστωρ ή μαΐστορας, βλ. μαγίστωρ Έκφρ.
12)
α) Μέγας μεσάζος, βλ. μεσάζος 1·
β) μέγας μεσάζων, βλ. μεσάζων έκφρ.
13) Μέγα μήνυμα, βλ. μήνυμα 5.
14) Μέγα πράγμα = θαύμα
: (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 259r).
15) Μέγας πριμικήριος, βλ. πριμικήριος.
16) Μέγας προφήτης = ο Μωάμεθ
: (Διγ. Gr. 278).
17) Μέγας σακελλάριος, βλ. σακελλάριος.
18) Μέγας στρατοπεδάρχης, βλ. στρατοπεδάρχης.
19) Mεγάλη Συντροφία, βλ. συντροφία.
20) Μέγας τσαούσης, βλ. τσαούσης.
Το αρσ. ως ουσ. = άρχοντας, αξιωματούχος
: (Πτωχολ. α 276).
Το ουδ. ως ουσ.·
φρ.
φρονώ τα μεγάλα = έχω αλαζονικές ιδέες
: (Βίος Αλ. 3899).
Τα ουδ.
μέγα(ν) και
μεγάλα επιρρ. = πολύ, σε μεγάλο βαθμό
: (Βέλθ. 392)·
τα χείλη σου … μεγάλα σ' ασχημίζουν (Βέλθ. 563)·
(μαζί με ουσ. πιθ. ως επίρρ. αντί επιθ.)
: τα τείχη να χαλούσι, μέγα χαλάστρα να γενεί (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38312· Μαχ. 383).
[αρχ. επίθ. μέγας. Ο τ. μεγάλος (κλητ. ‑ε αρχ., L‑S· αιτ. ‑ον μτγν., Steph.) τον 4. αι. και σήμ. Ο συγκρ. μεγαλότερος τον 9. αι. και στο ΕΜ. Ο υπερθ. μεγαλότατος στο ΕΜ και μεγιστότατος μτγν. Η λ. και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr