λεπταίνω Verb  [lepteno, leptainw]

(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu λεπταίνω

λεπταίνω λεπτός + -αίνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu λεπταίνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λεπταίνωλεπταίνουμε, λεπταίνομε
λεπταίνειςλεπταίνετε
λεπταίνειλεπταίνουν(ε)
Imper
fekt
λέπταιναλεπταίναμε
λέπταινεςλεπταίνατε
λέπταινελέπταιναν, λεπταίναν(ε)
Aoristλέπτυναλεπτύναμε
λέπτυνεςλεπτύνατε
λέπτυνελέπτυναν, λεπτύναν(ε)
Per
fekt
έχω λεπτύνειέχουμε λεπτύνει
έχεις λεπτύνειέχετε λεπτύνει
έχει λεπτύνειέχουν λεπτύνει
Plu
per
fekt
είχα λεπτύνειείχαμε λεπτύνει
είχες λεπτύνειείχατε λεπτύνει
είχε λεπτύνειείχαν λεπτύνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λεπταίνωθα λεπταίνουμε, θα λεπταίνομε
θα λεπταίνειςθα λεπταίνετε
θα λεπταίνειθα λεπταίνουν(ε)
Fut
ur
θα λεπτύνωθα λεπτύνουμε, θα λεπτύνομε
θα λεπτύνειςθα λεπτύνετε
θα λεπτύνειθα λεπτύνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λεπτύνειθα έχουμε λεπτύνει
θα έχεις λεπτύνειθα έχετε λεπτύνει
θα έχει λεπτύνειθα έχουν λεπτύνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λεπταίνωνα λεπταίνουμε, να λεπταίνομε
να λεπταίνειςνα λεπταίνετε
να λεπταίνεινα λεπταίνουν(ε)
Aoristνα λεπτύνωνα λεπτύνουμε, να λεπτύνομε
να λεπτύνειςνα λεπτύνετε
να λεπτύνεινα λεπτύνουν(ε)
Perfνα έχω λεπτύνεινα έχουμε λεπτύνει
να έχεις λεπτύνεινα έχετε λεπτύνει
να έχει λεπτύνεινα έχουν λεπτύνει
Imper
ativ
Presλέπταινελεπταίνετε
Aoristλέπτυνελεπτύνετε
Part
izip
Presλεπταίνοντας
Perfέχοντας λεπτύνει
InfinAoristλεπτύνει







Griechische Definition zu λεπταίνω

λεπταίνω [lepténo] .4α : ANT χοντραίνω. α. καθιστώ κτ. λεπτό: Πρέπει να λεπτύνουμε το έλασμα με τη λίμα. β. κάνω τη φωνή μου οξεία, ψιλή: Λέπτυνες τη φωνή σου και δε σε γνώρισα στο τηλέφωνο. γ. κάνω κπ. να γίνει ή να φαίνεται αδύνατος. ANT παχαίνω: Aυτό το φόρεμα σε λεπταίνει. || γίνομαι λεπτός: Tο σκοινί λέπτυνε πολύ και κινδυνεύει να σπάσει. Έκανε δίαιτα και λέπτυνε. Mετά την εγχείρηση στις αμυγδαλές η φωνή της λέπτυνε, έγινε πιο οξεία, ψιλή.

[αρχ. λεπτ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback