λειτουργώ altgriechisch λειτουργῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Θέλω να πω, δεν μπορώ να φανταστώ να λειτουργώ σ' αυτό το επίπεδο, ενώ η μητέρα σου ήταν... ξέρεις. | Ich könnte mir nicht vorstellen auf diesem Level zu funktionieren während deine Mum... Du weißt schon... Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν λειτουργώ αν το ξέρουν όλοι... δυο φορές τον μήνα φορώ καλσόν και κρύβω ένα πουλί... | Ich kann hier nicht funktionieren, wenn die Leute wissen, dass ich zweimal im Monat eine halbe Unze Elastan anziehe und eine Taube in meinem... Übersetzung nicht bestätigt |
Απλά σταμάτησα να λειτουργώ, καταλαβαίνεις; | Habe ich aufgehört zu funktionieren, verstehen Sie? Und Lorelei... Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν μπορώ να λειτουργώ έτσι. | Ich kann so nicht funktionieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
herhalten |
fungieren |
eignen |
funktionieren |
arbeiten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | λειτουργάω, leitourgo">λειτουργώ | λειτουργάμε, λειτουργούμε | λειτουργιέμαι | λειτουργιόμαστε |
λειτουργάς | λειτουργάτε | λειτουργιέσαι | λειτουργιέστε, λειτουργιόσαστε | ||
λειτουργάει, λειτουργά | λειτουργάν(ε), λειτουργούν(ε) | λειτουργιέται | λειτουργιούνται, λειτουργιόνται | ||
Imper fekt | λειτουργούσα, λειτούργαγα | λειτουργούσαμε, λειτουργάγαμε | λειτουργιόμουν(α) | λειτουργιόμαστε, λειτουργιόμασταν | |
λειτουργούσες, λειτούργαγες | λειτουργούσατε, λειτουργάγατε | λειτουργιόσουν(α) | λειτουργιόσαστε, λειτουργιόσασταν | ||
λειτουργούσε, λειτούργαγε | λειτουργούσαν(ε), λειτούργαγαν, λειτουργάγανε | λειτουργιόταν(ε) | λειτουργιόνταν(ε), λειτουργιούνταν, λειτουργιόντουσαν | ||
Aorist | λειτούργησα | λειτουργήσαμε | λειτουργήθηκα | λειτουργηθήκαμε | |
λειτούργησες | λειτουργήσατε | λειτουργήθηκες | λειτουργηθήκατε | ||
λειτούργησε | λειτούργησαν, λειτουργήσαν(ε) | λειτουργήθηκε | λειτουργήθηκαν, λειτουργηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα λειτουργάω, | θα λειτουργάμε, | |||
θα λειτουργιέστε, | |||||
θα λειτουργάει, | θα λειτουργάν(ε), | θα λειτουργιούνται, | |||
Fut ur | θα λειτουργήσουμε, | ||||
θα λειτουργήσεις | θα λειτουργήσετε | θα λειτουργηθείς | θα λειτουργηθείτε | ||
θα λειτουργήσει | θα λειτουργήσουν(ε) | θα λειτουργηθεί | θα λειτουργηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να λειτουργάω, | να λειτουργάμε, | να λειτουργιέμαι | να λειτουργιόμαστε |
να λειτουργάς | να λειτουργάτε | να λειτουργιέσαι | να λειτουργιέστε, | ||
να λειτουργάει, | να λειτουργάν(ε), | να λειτουργιέται | να λειτουργιούνται, | ||
Aorist | να λειτουργήσω | να λειτουργήσουμε, | να λειτουργηθώ | να λειτουργηθούμε | |
να λειτουργήσεις | να λειτουργήσετε | να λειτουργηθείς | να λειτουργηθείτε | ||
να λειτουργήσει | να λειτουργήσουν(ε) | να λειτουργηθεί | να λειτουργηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | λειτούργα, λειτούργαγε | λειτουργάτε | λειτουργιέστε | |
Aorist | λειτούργησε, λειτούργα | λειτουργήστε | λειτουργήσου | λειτουργηθείτε | |
Part izip | Pres | λειτουργώντας | |||
Perf | έχοντας λειτουργήσει | λειτουργημένος, -η, -ο | λειτουργημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λειτουργήσει | λειτουργηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | funktioniere | ||
du | funktionierst | |||
er, sie, es | funktioniert | |||
Präteritum | ich | funktionierte | ||
Konjunktiv II | ich | funktionierte | ||
Imperativ | Singular | funktioniere! funktionier! | ||
Plural | funktioniert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
funktioniert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:funktionieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fungiere | ||
du | fungierst | |||
er, sie, es | fungiert | |||
Präteritum | ich | fungierte | ||
Konjunktiv II | ich | fungierte | ||
Imperativ | Singular | fungier! fungiere! | ||
Plural | fungiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
fungiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:fungieren |
λειτουργώ [divturγó] -ούμαι .1β (παθ. στη σημ. 7β) : 1. (για μηχανές, όργανα, μηχανισμούς) εκτελώ μια σειρά προγραμματισμένων, μηχανικών κυρίως, κινήσεων και εκπληρώνω κάποιο σκοπό, παράγω κάποιο έργο· δουλεύω: H έκρηξη της βόμβας αποφεύχθηκε, επειδή δε λειτούργησε ο πυροδοτικός μηχανισμός. Mόλις βάλαμε βενζίνη, η μηχανή του αυτοκινήτου άρχισε να λειτουργεί κανονικά. Tο ασανσέρ δε λειτουργεί. Tα τηλέφωνα της περιοχής μας δε λειτουργούν από χτες. || τίθεμαι σε κίνηση, αρχίζω να δουλεύω: H μηχανή αυτή λειτουργεί με την πίεση ενός μοχλού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.