λειτουργώ Verb  [liturgo, liturro, leitoyrgw]

  Verb
(4)
  Verb
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu λειτουργώ

λειτουργώ altgriechisch λειτουργῶ


GriechischDeutsch
Θέλω να πω, δεν μπορώ να φανταστώ να λειτουργώ σ' αυτό το επίπεδο, ενώ η μητέρα σου ήταν... ξέρεις.Ich könnte mir nicht vorstellen auf diesem Level zu funktionieren während deine Mum... Du weißt schon...

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν λειτουργώ αν το ξέρουν όλοι... δυο φορές τον μήνα φορώ καλσόν και κρύβω ένα πουλί...Ich kann hier nicht funktionieren, wenn die Leute wissen, dass ich zweimal im Monat eine halbe Unze Elastan anziehe und eine Taube in meinem...

Übersetzung nicht bestätigt

Απλά σταμάτησα να λειτουργώ, καταλαβαίνεις;Habe ich aufgehört zu funktionieren, verstehen Sie? Und Lorelei...

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ να λειτουργώ έτσι.Ich kann so nicht funktionieren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu λειτουργώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λειτουργάω, leitourgo">λειτουργώλειτουργάμε, λειτουργούμελειτουργιέμαιλειτουργιόμαστε
λειτουργάςλειτουργάτελειτουργιέσαιλειτουργιέστε, λειτουργιόσαστε
λειτουργάει, λειτουργάλειτουργάν(ε), λειτουργούν(ε)λειτουργιέταιλειτουργιούνται, λειτουργιόνται
Imper
fekt
λειτουργούσα, λειτούργαγαλειτουργούσαμε, λειτουργάγαμελειτουργιόμουν(α)λειτουργιόμαστε, λειτουργιόμασταν
λειτουργούσες, λειτούργαγεςλειτουργούσατε, λειτουργάγατελειτουργιόσουν(α)λειτουργιόσαστε, λειτουργιόσασταν
λειτουργούσε, λειτούργαγελειτουργούσαν(ε), λειτούργαγαν, λειτουργάγανελειτουργιόταν(ε)λειτουργιόνταν(ε), λειτουργιούνταν, λειτουργιόντουσαν
Aoristλειτούργησαλειτουργήσαμελειτουργήθηκαλειτουργηθήκαμε
λειτούργησεςλειτουργήσατελειτουργήθηκεςλειτουργηθήκατε
λειτούργησελειτούργησαν, λειτουργήσαν(ε)λειτουργήθηκελειτουργήθηκαν, λειτουργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω λειτουργήσειέχουμε λειτουργήσειέχω λειτουργηθείέχουμε λειτουργηθεί
έχεις λειτουργήσειέχετε λειτουργήσειέχεις λειτουργηθείέχετε λειτουργηθεί
έχει λειτουργήσειέχουν λειτουργήσειέχει λειτουργηθείέχουν λειτουργηθεί
Plu
perf
ekt
είχα λειτουργήσειείχαμε λειτουργήσειείχα λειτουργηθείείχαμε λειτουργηθεί
είχες λειτουργήσειείχατε λειτουργήσειείχες λειτουργηθείείχατε λειτουργηθεί
είχε λειτουργήσειείχαν λειτουργήσειείχε λειτουργηθείείχαν λειτουργηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λειτουργάω, θα λειτουργώθα λειτουργάμε, θα λειτουργούμεθα λειτουργιέμαιθα λειτουργιόμαστε
θα λειτουργάςθα λειτουργάτεθα λειτουργιέσαιθα λειτουργιέστε, θα λειτουργιόσαστε
θα λειτουργάει, θα λειτουργάθα λειτουργάν(ε), θα λειτουργούν(ε)θα λειτουργιέταιθα λειτουργιούνται, θα λειτουργιόνται
Fut
ur
θα λειτουργήσωθα λειτουργήσουμε, θα λειτουργήσομεθα λειτουργηθώθα λειτουργηθούμε
θα λειτουργήσειςθα λειτουργήσετεθα λειτουργηθείςθα λειτουργηθείτε
θα λειτουργήσειθα λειτουργήσουν(ε)θα λειτουργηθείθα λειτουργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λειτουργήσειθα έχουμε λειτουργήσειθα έχω λειτουργηθείθα έχουμε λειτουργηθεί
θα έχεις λειτουργήσειθα έχετε λειτουργήσειθα έχεις λειτουργηθείθα έχετε λειτουργηθεί
θα έχει λειτουργήσειθα έχουν λειτουργήσειθα έχει λειτουργηθείθα έχουν λειτουργηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λειτουργάω, να λειτουργώνα λειτουργάμε, να λειτουργούμενα λειτουργιέμαινα λειτουργιόμαστε
να λειτουργάςνα λειτουργάτενα λειτουργιέσαινα λειτουργιέστε, να λειτουργιόσαστε
να λειτουργάει, να λειτουργάνα λειτουργάν(ε), να λειτουργούν(ε)να λειτουργιέταινα λειτουργιούνται, να λειτουργιόνται
Aoristνα λειτουργήσωνα λειτουργήσουμε, να λειτουργήσομενα λειτουργηθώνα λειτουργηθούμε
να λειτουργήσειςνα λειτουργήσετενα λειτουργηθείςνα λειτουργηθείτε
να λειτουργήσεινα λειτουργήσουν(ε)να λειτουργηθείνα λειτουργηθούν(ε)
Perfνα έχω λειτουργήσεινα έχουμε λειτουργήσεινα έχω λειτουργηθείνα έχουμε λειτουργηθεί
να έχεις λειτουργήσεινα έχετε λειτουργήσεινα έχεις λειτουργηθείνα έχετε λειτουργηθεί
να έχει λειτουργήσεινα έχουν λειτουργήσεινα έχει λειτουργηθείνα έχουν λειτουργηθεί
Imper
ativ
Presλειτούργα, λειτούργαγελειτουργάτελειτουργιέστε
Aoristλειτούργησε, λειτούργαλειτουργήστελειτουργήσουλειτουργηθείτε
Part
izip
Presλειτουργώντας
Perfέχοντας λειτουργήσειλειτουργημένος, -η, -ολειτουργημένοι, -ες, -α
InfinAoristλειτουργήσειλειτουργηθεί







Griechische Definition zu λειτουργώ

λειτουργώ [divturγó] -ούμαι .1β (παθ. στη σημ. 7β) : 1. (για μηχανές, όργανα, μηχανισμούς) εκτελώ μια σειρά προγραμματισμένων, μηχανικών κυρίως, κινήσεων και εκπληρώνω κάποιο σκοπό, παράγω κάποιο έργο· δουλεύω: H έκρηξη της βόμβας αποφεύχθηκε, επειδή δε λειτούργησε ο πυροδοτικός μηχανισμός. Mόλις βάλαμε βενζίνη, η μηχανή του αυτοκινήτου άρχισε να λειτουργεί κανονικά. Tο ασανσέρ δε λειτουργεί. Tα τηλέφωνα της περιοχής μας δε λειτουργούν από χτες. || τίθεμαι σε κίνηση, αρχίζω να δουλεύω: H μηχανή αυτή λειτουργεί με την πίεση ενός μοχλού. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback