λειτουργώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Unsere Gäste baten mich, sie zu vertreten und als Dolmetscher zu fungieren. | Οι καλεσμένοι μας μού ανέθεσαν να τους εκπροσωπήσω εγώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Arme fungieren als Schlüssel. | Οι βραχίονες λειτουργούν ως κλειδί. Übersetzung nicht bestätigt |
General Mireau, ich würde gern als Anwalt der Angeklagten fungieren. | Στρατηγέ Mιρεου, αν είναι δυνατόν... Θα ήθελα να διοριστώ ως συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber dann kann ich nicht als Belobigungsoffizier fungieren. | Δε γίνεται, είμαι αξιωματικός απονομών. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie kam mich heute besuchen und bot mir freundlicherweise an, als meine Gastgeberin zu fungieren. | Ήρθε να μ' επισκεφτεί και δέχτηκε να γίνει οικοδέσποινα. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fungiere | ||
du | fungierst | |||
er, sie, es | fungiert | |||
Präteritum | ich | fungierte | ||
Konjunktiv II | ich | fungierte | ||
Imperativ | Singular | fungier! fungiere! | ||
Plural | fungiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
fungiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:fungieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | λειτουργάω, leitourgo">λειτουργώ | λειτουργάμε, λειτουργούμε | λειτουργιέμαι | λειτουργιόμαστε |
λειτουργάς | λειτουργάτε | λειτουργιέσαι | λειτουργιέστε, λειτουργιόσαστε | ||
λειτουργάει, λειτουργά | λειτουργάν(ε), λειτουργούν(ε) | λειτουργιέται | λειτουργιούνται, λειτουργιόνται | ||
Imper fekt | λειτουργούσα, λειτούργαγα | λειτουργούσαμε, λειτουργάγαμε | λειτουργιόμουν(α) | λειτουργιόμαστε, λειτουργιόμασταν | |
λειτουργούσες, λειτούργαγες | λειτουργούσατε, λειτουργάγατε | λειτουργιόσουν(α) | λειτουργιόσαστε, λειτουργιόσασταν | ||
λειτουργούσε, λειτούργαγε | λειτουργούσαν(ε), λειτούργαγαν, λειτουργάγανε | λειτουργιόταν(ε) | λειτουργιόνταν(ε), λειτουργιούνταν, λειτουργιόντουσαν | ||
Aorist | λειτούργησα | λειτουργήσαμε | λειτουργήθηκα | λειτουργηθήκαμε | |
λειτούργησες | λειτουργήσατε | λειτουργήθηκες | λειτουργηθήκατε | ||
λειτούργησε | λειτούργησαν, λειτουργήσαν(ε) | λειτουργήθηκε | λειτουργήθηκαν, λειτουργηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα λειτουργάω, | θα λειτουργάμε, | |||
θα λειτουργιέστε, | |||||
θα λειτουργάει, | θα λειτουργάν(ε), | θα λειτουργιούνται, | |||
Fut ur | θα λειτουργήσουμε, | ||||
θα λειτουργήσεις | θα λειτουργήσετε | θα λειτουργηθείς | θα λειτουργηθείτε | ||
θα λειτουργήσει | θα λειτουργήσουν(ε) | θα λειτουργηθεί | θα λειτουργηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να λειτουργάω, | να λειτουργάμε, | να λειτουργιέμαι | να λειτουργιόμαστε |
να λειτουργάς | να λειτουργάτε | να λειτουργιέσαι | να λειτουργιέστε, | ||
να λειτουργάει, | να λειτουργάν(ε), | να λειτουργιέται | να λειτουργιούνται, | ||
Aorist | να λειτουργήσω | να λειτουργήσουμε, | να λειτουργηθώ | να λειτουργηθούμε | |
να λειτουργήσεις | να λειτουργήσετε | να λειτουργηθείς | να λειτουργηθείτε | ||
να λειτουργήσει | να λειτουργήσουν(ε) | να λειτουργηθεί | να λειτουργηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | λειτούργα, λειτούργαγε | λειτουργάτε | λειτουργιέστε | |
Aorist | λειτούργησε, λειτούργα | λειτουργήστε | λειτουργήσου | λειτουργηθείτε | |
Part izip | Pres | λειτουργώντας | |||
Perf | έχοντας λειτουργήσει | λειτουργημένος, -η, -ο | λειτουργημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λειτουργήσει | λειτουργηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.