{το}  κύρος Subst.  [kiros, kyros]

{die}    Subst.
(295)
{die}    Subst.
(198)
{das}    Subst.
(79)
{das}    Subst.
(59)
{die}    Subst.
(14)

Etymologie zu κύρος

κύρος altgriechisch κῦρος


GriechischDeutsch
εκκρεμεί στο προαναφερθέν κράτος διαδικασία με αντικείμενο το κύρος του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.in diesem Staat ein Verfahren anhängig ist, das die Gültigkeit des Rechts des geistigen Eigentums zum Gegenstand hat.

Übersetzung bestätigt

Εντούτοις, αν πρόκειται για απόφαση σχετικά με το κύρος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας πλην των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, η αναγνώριση ή η εκτέλεση δικαστικής απόφασης μπορεί να απορριφθεί ή να ανασταλεί δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου μόνον εφόσον:Betraf die vorfrageweise Beurteilung jedoch die Gültigkeit eines Rechts des geistigen Eigentums, mit Ausnahme des Urheberrechts oder eines verwandten Schutzrechts, so darf die Anerkennung oder Vollstreckung einer Entscheidung nur dann nach Absatz 2 versagt oder aufgeschoben werden, wenn

Übersetzung bestätigt

Το κύρος μιας αποκλειστικής συμφωνίας παρέκτασης δεν είναι δυνατό να προσβληθεί για τον λόγο και μόνον ότι η σύμβαση δεν είναι έγκυρη.Die Gültigkeit der ausschließlichen Gerichtsstandsvereinbarung kann nicht allein mit der Begründung in Frage gestellt werden, dass der Vertrag nicht gültig ist.

Übersetzung bestätigt

ιστ) κύρος καταχωρίσεων σε δημόσια μητρώα.die Gültigkeit von Eintragungen in öffentliche Register.

Übersetzung bestätigt

ιγ) κύρος, ακυρότητα και λύση νομικών προσώπων, και κύρος αποφάσεων των οργάνων τους·die Gültigkeit, Nichtigkeit oder Auflösung juristischer Personen sowie die Gültigkeit der Beschlüsse ihrer Organe;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu κύρος

κύρος το [kíros] Ο46β : η επιρροή, η επιβολή την οποία ασκεί κάποιος στους άλλους λόγω της αναγνωρισμένης προσωπικής του αξίας, της θέσης ή της ειδικότητάς του, και η οποία επιβάλλει την πλήρη αποδοχή των απόψεών του χωρίς αντίλογο, το σεβασμό, την εμπιστοσύνη: Mε το κύρος που έχει / που διαθέτει αυτός ο ιστορικός μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη. H γνώμη του έχει μεγάλο κύρος. Είναι θέμα κύρους. Tο κύρος του υπονομεύτηκε. Προσωπικότητα κύρους. || η αναγνωρισμένη από όλους αξία ενός πράγματος: Οι κανόνες αυτοί δεν έχουν επιστημονικό κύρος. Περιοδικό διεθνούς κύρους.

[λόγ. < αρχ. κῦρος & σημδ. γαλλ. autorité]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback