κλειστός -ή -ό Adj.  [klistos -i -o, kleistos -h -o]

  Adj.
(60)
  Adj.
(37)
  Adj.
(36)

GriechischDeutsch
Μετά τη μονομερή αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα, η κυβέρνηση του Ισραήλ δεν είναι πλέον παρούσα στο σημείο διέλευσης της Ράφα και ο μεθοριακός σταθμός παραμένει κλειστός εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων.Nach dem einseitigen Rückzug Israels aus dem Gazastreifen ist die israelische Regierung nicht mehr am Grenzübergang Rafah präsent, und die Grenzabfertigungsstelle ist bis auf einige Ausnahmen geschlossen.

Übersetzung bestätigt

Το σύστημα δεικτών πρέπει να σχεδιάζεται με βάση την αρχή της ασφάλειας έναντι βλάβης και να δεικνύει με οπτικό σήμα συναγερμού αν η θύρα δεν είναι τελείως κλειστή ή κάποιος από τους μηχανισμούς ασφάλισης δεν είναι σωστά τοποθετημένος και εντελώς κλειστός, και με ακουστικό συναγερμό αν οι θύρες αυτές ή οι συσκευές κλεισίματος ανοίξουν ή εάν οι μηχανισμοί ασφάλισης απελευθερωθούν.Das Anzeigesystem muss ausfallsicher ausgelegt sein und durch optische Signale anzeigen, wenn die Tür nicht völlig geschlossen ist oder wenn eine Sicherung nicht an ihrem Platz und vollständig verriegelt ist, und durch akustische Signale anzeigen, wenn eine solche Tür oder Verschlussvorrichtung sich öffnet oder die Sicherungsvorrichtung nicht mehr gesichert ist.

Übersetzung bestätigt

Οι λογαριασμοί βρίσκονται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις: ανοικτός, αδρανής, δεσμευμένος ή κλειστός.Konten haben den Status offen, inaktiv, gesperrt oder geschlossen.

Übersetzung bestätigt

ελαττώματα ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένου του σχισμένου πυρήνα, υπό την προϋπόθεση ότι ο καρπός είναι κλειστός και η σάρκα υγιής,Entwicklungsfehler, einschließlich gespaltener Steine, sofern die Stielgrube geschlossen und das Fruchtfleisch gesund ist,

Übersetzung bestätigt

Οι λογαριασμοί βρίσκονται σε μια από τις ακόλουθες καταστάσεις: ανοικτός, δεσμευμένος, αποκλεισμένος ή κλειστός.Konten befinden sich im Status offen, gesperrt, ausgeschlossen oder geschlossen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • κλειστός (maskulin)
  • κλειστή (feminin)
  • κλειστό (neutrum)


Griechische Definition zu κλειστός -ή -ό

κλειστός -ή -ό [kdivstós] : 1. που δεν επικοινωνεί άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο. α. για τα κινητά ανοίγματα μιας κατασκευής τα οποία παραμένοντας εφαρμοσμένα εμποδίζουν τη διέλευση, την επικοινωνία: Kλειστή πόρτα. Kλειστά παράθυρα. Kλειστό ντουλάπι / συρτάρι. Kλειστό σπίτι. Kλειστό δωμάτιο. Bρήκε την πόρτα κλειστή. ΦΡ βρίσκω τις πόρτες* κλειστές. πίσω από κλειστές πόρτες*. || Kλειστό βιβλίο. Kλειστό γράμμα και ως ΦΡ διαβάζω κλειστό / βουλωμένο* γράμμα. β. που δεν επιτρέπει την ελεύθερη επικοινωνία: Ο δρόμος είναι κλειστός -ή -ό στην κυκλοφορία. Tα σύνορα είναι κλειστά. γ. για κατασκευή στεγασμένη: Kλειστό κολυμβητήριο / γυμναστήριο. Nα αποφεύγετε τους κλειστούς χώρους. || Kλειστή βεράντα. || κλειστός -ή -ό ορίζοντας, χωρίς ορατότητα και ως έκφραση για έλλειψη προοπτικής. δ. που αφήνει όσο το δυνατό λιγότερο ακάλυπτο τμή μα: Kλειστό φόρεμα. ANT έξωμο. Kλειστά παπούτσια. ε. που περιφράσσεται από παντού και υπάρχει μια πολύ μικρή και στενή διέξοδος: κλειστός -ή -ό κόλπος. Kλειστό λιμάνι. Kλειστή θάλασσα. || Kλειστή στροφή, χωρίς ορατότητα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback