καθολικός Adj.  [katholikos]

  Adj.
(56)
  Adj.
(2)
  Adj.
(2)

Etymologie zu καθολικός

η καθολική αντίσταση του λαού απέναντι στον κατακτητή


GriechischDeutsch
Και εγώ σέβομαι το ότι κάποιος είναι καθολικός, διαμαρτυρόμενος, εβραίος ή ό,τι άλλο.Auch ich respektiere, dass jemand katholisch, evangelisch, jüdisch oder was auch immer ist.

Übersetzung bestätigt

Έγινα καθολικός στην Ιρλανδία.Ich bin in Irland katholisch geworden.

Übersetzung bestätigt

Εξάλλου, για να εκλεγεί κάποιος Πάπας, πρέπει να είναι καθολικός!Schließlich muss man für die Wahl zum Papst auch katholisch sein.

Übersetzung bestätigt

Αλλά ο φίλος με διαβεβαίωσε ότι ούτε αυτός ήταν καθολικός, ούτε και οι περισσότεροι σπουδαστές του αλλά έκανε τα μαθήματα του εκεί κάθε άνοιξη.Mein Freund versicherte mir aber, dass, obwohl weder er noch die meisten seiner Schüler, katholisch wären, er seine Klassen jeden Frühling dahin brachte.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu καθολικός.



Griechische Definition zu καθολικός

καθολικός, επίθ.

1)
α) Γενικός, που αναφέρεται στο σύνολο:
πόλεμον καθολικόν (Δούκ. 35320
έκφρ. μέση καθολική = γενική συγκέντρωση:
(Aσσίζ. 45523‑4
β) που έχει όλες τις εξουσίες:
ο καθολικός ναυάρχης του των Eνετών στόλου (Ψευδο-Σφρ. 56417
γ) που έχει μεγάλη έκταση:
σεισμός καθολικός (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2761).
2) Όλος, ολόκληρος:
εις θέλημα καθολικόν δικόν του (Φλώρ. 1324).
3) Tέλειος, ολοκληρωτικός, πλήρης:
καθολικήν αγάπην (Διήγ. παιδ. 92).
4)
α) Kυριότερος:
τες πέντε αίσθησες τες καθολικές του κορμιού των ανθρώπων (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 74
β) κύριος, κεντρικός, σημαντικός:
Στην στράταν την καθολικήν (Σταφ., Iατροσ. 253
γ) (προκ. για εκκλησία) μητρόπολη:
(Aσσίζ. 22321).
5) Γνήσιος, πραγματικός, αληθινός:
ωσάν παιδί σου καθολικό (Στάθ. Γ´ 468).
6) Oρθόδοξος της Ανατολικής Εκκλησίας:
(Mαχ. 57623).
7) Που αναφέρεται στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα:
εις πίστην την καθολικήν Pωμαίων ορθοδόξων (Φλώρ. 1841).
Tο θηλ. ως ουσ. = η πρώτη εκκλησία, αρχιεπισκοπή:
(Mαχ. 10016).
Tο ουδ. ως ουσ. =
1) Eν.
α) η πρώτη, η βασιλική εκκλησία:
(Παϊσ., Iστ. Σινά 1064
β) χαρακτηριστικό:
καθολικό στον άντραν είναι η γνώση (Pοδολ. B´ 267).
2) (Πληθ.) οι πέντε αισθήσεις:
τα πέντε καθολικά του κορμίου (Άνθ. χαρ. 28925).
[αρχ. επίθ. καθολικός. H λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback