Griechisch | Deutsch |
---|---|
«καταλληλότητα χρήσης» η ικανότητα ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας να επιτυγχάνει και να διατηρεί μια ορισμένη απόδοση όταν βρίσκεται σε λειτουργία, η οποία ενσωματώνεται αντιπροσωπευτικά στην ΕΥΤ σε σχέση με το σύστημα ενός φορέα χρέωσης διοδίων· ζ) | „Gebrauchstauglichkeit“ die Fähigkeit einer im EETS integrierten während des Betriebs in Verbindung mit dem System des Mauterhebers ein bestimmtes Leistungsniveau zu erreichen und aufrechtzuerhalten; g) Übersetzung bestätigt |
Η έκθεση επικεντρώνεται στη διάρθρωση και τις διεργασίες της διακυβέρνησης, περιλαμβανομένης της σύνθεσης και των εξουσιών του Εποπτικού Συμβουλίου, ιδίως στην ικανότητα αυτού του οργάνου να εκτελεί την αποστολή δημοσίου συμφέροντος που του έχει ανατεθεί κατά τρόπο διαφανή και αποτελεσματικό. | Im Bericht werden die Governance-Struktur und -Prozesse dargestellt, einschließlich der Zusammensetzung und der Ermächtigungen des Kontrollgremiums, insbesondere die Fähigkeit dieses Gremiums, seine Aufgaben von öffentlichem Interesse transparent und effizient zu erfüllen. Übersetzung bestätigt |
Και το κυριότερο, η αδυναμία καλής εκτέλεσης των συμβάσεων με τις ΗΣΑΠ, ΟΣΕ και Στρίντζης αποδεικνύει ότι οι εμπορικές δραστηριότητες θα εξακολουθούσαν να είναι ζημιογόνες, αν δεν είχαν εξαγορασθεί από μια μεγάλη επιχείρηση και επωφεληθεί από τις τεχνικές και διαχειριστικές ικανότητες της τελευταίας. | Und das Wesentlichste: Die Ausführungsmängel der Verträge mit ISAP, OSE und Strintzis Lines beweisen, dass die Zivilgeschäfte weiterhin defizitär gewesen wären, wenn ein großes Unternehmen sie nicht aufgekauft und durch ihre technischen und verwaltungstechnischen Fähigkeiten bereichert hätte. Übersetzung bestätigt |
Κατά συνέπεια, μέτρα που παρέχουν πλεονεκτήματα σε ορισμένες εταιρείες στον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας κάποιου κράτους μέλους είναι δυνατόν να παρεμποδίζουν την ικανότητα επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών όσον αφορά την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας προς το συγκεκριμένο κράτος μέλος ή να ευνοούν τις εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος από το κράτος αυτό προς άλλα κράτη μέλη. | Maßnahmen, die Energie erzeugende Unternehmen in einem Mitgliedstaat begünstigen, können daher die Fähigkeit von Unternehmen aus anderen Mitgliedstaaten beschränken, Strom in den erstgenannten Staat zu exportieren, oder den Export von Strom in die letztgenannten Staaten begünstigen. Übersetzung bestätigt |
Αποτέλεσμα 2 — Τα συμβαλλόμενα κράτη με αναπτυσσόμενες οικονομίες ή οικονομίες σε μεταβατικό στάδιο διαθέτουν μεγαλύτερη ικανότητα: | Projektergebnis 2 — Verbesserte Fähigkeit der Vertragsstaaten mit dem Status von Entwicklungsoder Übergangsländern, Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
ταλέντο |
δεξιότητα |
επάρκεια |
αποτελεσματικότητα |
τεχνογνωσία |
κλίση |
δυνατότητα |
μέσα |
δύναμη |
δυναμικότητα |
δραστικότητα |
δώρο |
χάρισμα |
ιδιοφυΐα |
εξυπνάδα |
δημιουργικότητα |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Fähigkeit | die Fähigkeiten |
Genitiv | der Fähigkeit | der Fähigkeiten |
Dativ | der Fähigkeit | den Fähigkeiten |
Akkusativ | die Fähigkeit | die Fähigkeiten |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Kapazität | die Kapazitäten |
Genitiv | der Kapazität | der Kapazitäten |
Dativ | der Kapazität | den Kapazitäten |
Akkusativ | die Kapazität | die Kapazitäten |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Befähigung | die Befähigungen |
Genitiv | der Befähigung | der Befähigungen |
Dativ | der Befähigung | den Befähigungen |
Akkusativ | die Befähigung | die Befähigungen |
ικανότητα η [ikanótita] : 1. (για πρόσ.) η ιδιότητα την οποία έχει κάποιος, από τη φύση του ή από το χαρακτήρα του, να πετυχαίνει ένα αποτέλεσμα ή στόχο· (πρβ. δυνατότητα): Επίκτητη / έμφυτη / εξαιρετική / σπάνια / ιδιαίτερη ικανότητα. Aναγνωρισμένη / αμφισβητούμενη / αμφίβολη ικανότητα. Πνευματική ικανότητα. Άνθρωπος προικισμένος με πολλές ικανότητες. Kαλλιεργώ / αναπτύσσω μια ικανότητα. Διοικητικές / οργανωτικές / ρητορικές / διπλωματικές ικανότητες. Kάνω επίδειξη των ικανοτήτων μου. Έχω την ικανότητα να κάνω κτ., μπορώ, είμαι ικανός να [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.