θαμπώνω Verb  [thabono, thampwnw]

  Verb
(1)

Etymologie zu θαμπώνω

θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


GriechischDeutsch
Σ' όλη μου τη ζωή επινοούσα κόλπα για να θαμπώνω τα πλήθη.Ich habe alles Mögliche ersonnen, um die Leute zu blenden.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
glänzen
blenden

Grammatik

Grammatik zu θαμπώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θαμπώνωθαμπώνουμε, θαμπώνομεθαμπώνομαιθαμπωνόμαστε
θαμπώνειςθαμπώνετεθαμπώνεσαιθαμπώνεστε, θαμπωνόσαστε
θαμπώνειθαμπώνουν(ε)θαμπώνεταιθαμπώνονται
Imper
fekt
θάμπωναθαμπώναμεθαμπωνόμουν(α)θαμπωνόμαστε, θαμπωνόμασταν
θάμπωνεςθαμπώνατεθαμπωνόσουν(α)θαμπωνόσαστε, θαμπωνόσασταν
θάμπωνεθάμπωναν, θαμπώναν(ε)θαμπωνόταν(ε)θαμπώνονταν, θαμπωνόντανε, θαμπωνόντουσαν
Aoristθάμπωσαθαμπώσαμεθαμπώθηκαθαμπωθήκαμε
θάμπωσεςθαμπώσατεθαμπώθηκεςθαμπωθήκατε
θάμπωσεθάμπωσαν, θαμπώσαν(ε)θαμπώθηκεθαμπώθηκαν, θαμπωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θαμπώσει
έχω θαμπωμένο
έχουμε θαμπώσει
έχουμε θαμπωμένο
έχω θαμπωθεί
είμαι θαμπωμένος, -η
έχουμε θαμπωθεί
είμαστε θαμπωμένοι, -ες
έχεις θαμπώσει
έχεις θαμπωμένο
έχετε θαμπώσει
έχετε θαμπωμένο
έχεις θαμπωθεί
είσαι θαμπωμένος, -η
έχετε θαμπωθεί
είστε θαμπωμένοι, -ες
έχει θαμπώσει
έχει θαμπωμένο
έχουν θαμπώσει
έχουν θαμπωμένο
έχει θαμπωθεί
είναι θαμπωμένος, -η, -ο
έχουν θαμπωθεί
είναι θαμπωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θαμπώσει
είχα θαμπωμένο
είχαμε θαμπώσει
είχαμε θαμπωμένο
είχα θαμπωθεί
ήμουν θαμπωμένος, -η
είχαμε θαμπωθεί
ήμαστε θαμπωμένοι, -ες
είχες θαμπώσει
είχες θαμπωμένο
είχατε θαμπώσει
είχατε θαμπωμένο
είχες θαμπωθεί
ήσουν θαμπωμένος, -η
είχατε θαμπωθεί
ήσαστε θαμπωμένοι, -ες
είχε θαμπώσει
είχε θαμπωμένο
είχαν θαμπώσει
είχαν θαμπωμένο
είχε θαμπωθεί
ήταν θαμπωμένος, -η, -ο
είχαν θαμπωθεί
ήταν θαμπωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θαμπώνωθα θαμπώνουμε, θα θαμπώνομεθα θαμπώνομαιθα θαμπωνόμαστε
θα θαμπώνειςθα θαμπώνετεθα θαμπώνεσαιθα θαμπώνεστε, θα θαμπωνόσαστε
θα θαμπώνειθα θαμπώνουν(ε)θα θαμπώνεταιθα θαμπώνονται
Fut
ur
θα θαμπώσωθα θαμπώσουμε, θα θαμπώσομεθα θαμπωθώθα θαμπωθούμε
θα θαμπώσειςθα θαμπώσετεθα θαμπωθείςθα θαμπωθείτε
θα θαμπώσειθα θαμπώσουνθα θαμπωθείθα θαμπωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θαμπώσει
θα έχω θαμπωμένο
θα έχουμε θαμπώσει
θα έχουμε θαμπωμένο
θα έχω θαμπωθεί
θα είμαι θαμπωμένος, -η
θα έχουμε θαμπωθεί
θα είμαστε θαμπωμένοι, -ες
θα έχεις θαμπώσει
θα έχεις θαμπωμένο
θα έχετε θαμπώσει
θα έχετε θαμπωμένο
θα έχεις θαμπωθεί
θα είσαι θαμπωμένος, -η
θα έχετε θαμπωθεί
θα είστε θαμπωμένοι, -ες
θα έχει θαμπώσει
θα έχει θαμπωμένο
θα έχουν θαμπώσει
θα έχουν θαμπωμένο
θα έχει θαμπωθεί
θα είναι θαμπωμένος, -η, -ο
θα έχουν θαμπωθεί
θα είναι θαμπωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θαμπώνωνα θαμπώνουμε, να θαμπώνομενα θαμπώνομαινα θαμπωνόμαστε
να θαμπώνειςνα θαμπώνετενα θαμπώνεσαινα θαμπώνεστε, να θαμπωνόσαστε
να θαμπώνεινα θαμπώνουν(ε)να θαμπώνεταινα θαμπώνονται
Aoristνα θαμπώσωνα θαμπώσουμε, να θαμπώσομενα θαμπωθώνα θαμπωθούμε
να θαμπώσειςνα θαμπώσετενα θαμπωθείςνα θαμπωθείτε
να θαμπώσεινα θαμπώσουν(ε)να θαμπωθείνα θαμπωθούν(ε)
Perfνα έχω θαμπώσει
να έχω θαμπωμένο
να έχουμε θαμπώσει
να έχουμε θαμπωμένο
να έχω θαμπωθεί
να είμαι θαμπωμένος, -η
να έχουμε θαμπωθεί
να είμαστε θαμπωμένοι, -ες
να έχεις θαμπώσει
να έχεις θαμπωμένο
να έχετε θαμπώσει
να έχετε θαμπωμένο
να έχεις θαμπωθεί
να είσαι θαμπωμένος, -η
να έχετε θαμπωθεί
να είστε θαμπωμένοι, -ες
να έχει θαμπώσει
να έχει θαμπωμένο
να έχουν θαμπώσει
να έχουν θαμπωμένο
να έχει θαμπωθεί
να είναι θαμπωμένος, -η, -ο
να έχουν θαμπωθεί
να είναι θαμπωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθάμπωνεθαμπώνετεθαμπώνεστε
Aoristθάμπωσεθαμπώστε, θαμπώσετεθαμπώσουθαμπωθείτε
Part
izip
Presθαμπώνοντας
Perfέχοντας θαμπώσει, έχοντας θαμπωμένοθαμπωμένος, -η, -οθαμπωμένοι, -ες, -α
InfinAoristθαμπώσειθαμπωθεί





Griechische Definition zu θαμπώνω

θαμπώνω [θambóno] -ομαι : 1. γίνομαι θαμπός, χάνω την καθαρότητά μου: Θάμπωσε ο καθρέφτης / το τζάμι / το γυαλί. || κάνω κτ. θαμπό, μειώνω την καθαρότητά του: Mε το χνότο μου θάμπωσα τον καθρέφτη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback