εσωτερικός -ή -ό Adj.  [esoterikos -i -o, eswterikos -h -o]

  Adj.
(39)
  Adj.
(9)
(6)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Και οι δύο φάκελοι θα είναι κλειστοί, ο δε εσωτερικός θα φέρει, πέρα από τα στοιχεία του αποδέκτη, όπως αυτά αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών, την ένδειξη “Πρόσκληση υποβολής προσφορών — Να μην ανοιχθεί από την υπηρεσία αλληλογραφίας”.Der innere Umschlag muss außer der Angabe der in der Ausschreibung genannten Empfängerdienststelle den Vermerk enthalten: Ausschreibung — nicht durch den Postdienst zu öffnen.

Übersetzung bestätigt

το Ulmus Fulva Bark είναι ο αποξηραμένος εσωτερικός φλοιός της Ulmus fulva, UlmaceaeUlmus Fulva Bark ist die getrocknete innere Rinde der Slippery Elm, Ulmus fulva, Ulmaceae

Übersetzung bestätigt

Ο εσωτερικός φάκελος πρέπει να φέρει, πέρα από τα στοιχεία της υπηρεσίας στην οποία απευθύνεται, όπως αυτά αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών, την ένδειξη “Πρόσκληση υποβολής προσφορών – Να μην ανοιχθεί από την υπηρεσία αλληλογραφίας”.Beide Umschläge werden verschlossen, und der innere Umschlag trägt außer der Angabe der in der Ausschreibung genannten Empfängerdienststelle den Vermerk Ausschreibung — nicht durch den Postdienst zu öffnen.

Übersetzung bestätigt

Ο εσωτερικός φάκελος φέρει, πέρα από τα στοιχεία του αποδέκτη, όπως αυτά αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών, την ένδειξη Πρόσκληση υποβολής προσφορών — Να μην ανοιγεί από την υπηρεσία αλληλογραφίας.Beide Umschläge werden verschlossen, und der innere Umschlag trägt außer der Angabe der in der Ausschreibung genannten Empfängerdienststelle den Vermerk „Ausschreibung — nicht durch den Postdienst zu öffnen“.

Übersetzung bestätigt

Η απομακρυσμένη θέση των περιφερειών αυτών και ο εσωτερικός τους διασκορπισμός συνιστούν σαφέστατη τροχοπέδη για την ανάπτυξή τους, πόσω μάλλον που η περιορισμένη έκτασή τους θέτει προβλήματα αποδοτικότητας για τις σημαντικές επενδύσεις, καθώς και προβλήματα για την πραγματοποίηση οικονομιών κλίμακας και για την οικονομική βιωσιμότητα πολλαπλών δραστηριοτήτων.1.11.1 Die große Entfernung dieser Gebiete und auch ihre innere Zersplitterung sind ein offenkun­diges Hindernis für ihre Entwicklung, um so mehr, als ihre geringe Größe die Rentabilität großer Investitionen und die Erzielung von Skalenerträgen sowie die wirtschaftliche Nach­haltigkeit verschiedener Sektoren erschwert.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • εσωτερικός (maskulin)
  • εσωτερική (feminin)
  • εσωτερικό (neutrum)


Griechische Definition zu εσωτερικός -ή -ό

εσωτερικός -ή -ό [esoterikós] : ANT εξωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα μέσα: H εσωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Οι εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Εσωτερική τσέπη. || (ως ουσ.) το εσωτερικό, το εσωτερικό τμήμα: Tο εσωτερικό ενός κτιρίου / μιας χώρας. Aπό τις ακτές προς το εσωτερικό. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει μέσα σε έναν κλειστό χώρο: Εσωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Φυτά εσωτερικού χώρου. Εσωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εσωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που γίνονται στο στούντιο. Εσωτερικό τηλέφωνο, που συνδέει τους χώρους ενός κτιρίου, εργοστασίου, στρατοπέδου κτλ. γ. που γίνεται ή υπάρχει μέσα σε κτ. ή προέρχεται από αυτό: Εσωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά. Εσωτερικές δυσκολίες. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του μέσα στο υποκείμενο, που αναφέρεται στην πνευματική ή στην ηθική του υπόσταση: H εσωτερική φύση του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί. εσωτερικός -ή -ό διάλογος, που κάνει ο άνθρωπος με τη συνείδησή του. Ο εσωτερικός -ή -ό κόσμος κάποιου, η πνευματική και ηθική του φύση. || (φιλολ.) εσωτερικός -ή -ό μονόλογος, που εκφράζει επακριβώς τη σκέψη του συγγραφέα. δ. (γραμμ.) Εσωτερική αύξηση, η ρηματική αύξηση ορισμένων σύνθετων ή παράγωγων (με προθέσεις) ρημάτων που εμφανίζεται στο εσωτερικό της λέξης. Εσωτερικό αντικείμενο, σύστοιχο. || (μαθημ.) Εσωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται μέσα σ΄ αυτό από δύο συνεχόμενες πλευρές του. || (μηχαν.) Mηχανή εσωτερικής καύσεως. || (ανατ., ιατρ.) Εσωτερικές εκκρίσεις / λειτουργίες του οργανισμού. Εσωτερική αιμορραγία. Εσωτερική χρήση ενός φαρμάκου, από το στόμα, με πόση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback