εργαζόμενος -η -ο Adj.  [ergazomenos -i -o, errazomenos -i -o, ergazomenos -h -o]

  Adj.
(23)
  Adj.
(2)

GriechischDeutsch
Ένας εργαζόμενος που προέρχεται από γραφείο εξεύρεσης προσωρινής απασχόλησης θεωρείται μισθωτός του γραφείου εξεύρεσης προσωρινής απασχόλησης και όχι της μονάδας (πελάτη) στην οποία εργάζεται.Über Zeitarbeitsunternehmen beschäftigte Arbeitskräfte gelten als Arbeitnehmer der Zeitarbeitsfirma und nicht der Erhebungseinheit (des Kunden), in der sie tätig sind.

Übersetzung bestätigt

Πραγματικά έξοδα πρόωρων απολύσεων: αναφέρατε εάν ο θιγόμενος εργαζόμενος απασχολείται πλήρως ή εν μέρει σε σχέση με την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, πραγματικές πληρωμές για τους θιγόμενους εργαζόμενους, πραγματική διάρκεια των πληρωμών σε σχέση με τη μετάθεση εντός ή εκτός της AVRTatsächliche Kosten von vorzeitigen Entlassungen: Angabe, ob der betreffende Arbeitnehmer Vollzeit oder Teilzeit im Zusammenhang mit der Dienstleistung von allgemeinem wirtschaftlichem Interesse tätig ist, tatsächliche Zahlungen für die betreffenden Arbeitnehmer, tatsächliche Dauer der Zahlungen im Zusammenhang mit der Neuvermittlung innerhalb oder außerhalb von AVR.

Übersetzung bestätigt

Ένας εργαζόμενος που προέρχεται από γραφείο εξεύρεσης προσωρινής απασχόλησης θεωρείται μισθωτός του γραφείου εξεύρεσης προσωρινής απασχόλησης και όχι της μονάδας (του πελάτη) στην οποία εργάζεται.Über Zeitarbeitsunternehmen beschäftigte Arbeitnehmer gelten als Arbeitnehmer der Zeitarbeitsfirma und nicht der Produktionseinheit (des Kunden), in der sie tätig sind.

Übersetzung bestätigt

Ένας εργαζόμενος που προέρχεται από γραφείο εξεύρεσης προσωρινής απασχόλησης θεωρείται μισθωτός του γραφείου εξεύρεσης προσωρινής απασχόλησης και όχι της μονάδας (του πελάτη) στην οποία εργάζεται.Lohnund Gehaltsempfänger, die unter einem Vertrag im Rahmen von Arbeitsbeschaffungsmaßnahmen tätig sind;

Übersetzung bestätigt

Ένας «εργαζόμενος για ίδιο λογαριασμό» είναι πρόσωπο το οποίο εργάζεται για δικό του/της λογαριασμό ή με μικρό αριθμό εταίρων, ασκεί δραστηριότητα «αυτοαπασχόλησης» και δεν έχει προσλάβει σε συνεχή βάση (συμπεριλαμβανομένης της εβδομάδας αναφοράς) «μισθωτούς».Ein „Selbständiger“ ist eine Person, die auf eigene Rechung oder mit einem Partner bzw. einigen wenigen Partnern tätig ist und keine „Arbeitnehmer“ auf dauerhafter Basis (einschließlich der Bezugswoche) beschäftigt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
tätig
agierend
am Ball

Grammatik

  • εργαζόμενος (maskulin)
  • εργαζόμενη (feminin)
  • εργαζόμενο (neutrum)


Griechische Definition zu εργαζόμενος -η -ο

εργαζόμενος -η -ο [erγazómenos] : (για πρόσ.) που εργάζεται στα πλαίσια της κοινωνίας και συνήθ. προσφέρει μισθωτή εργασία: H εργαζόμενη γυναίκα. Ο εργαζόμενος -η -ο λαός. || (ως ουσ.) ο εργαζόμενος, ο εργάτης ή ο υπάλληλος: Ο εργοδότης και ο εργαζόμενος -η -ο. Εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Aπεργούν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία. H πολιτική της λιτότητας θα συναντήσει την αντίδραση των εργαζομένων.

[λόγ. μπε. του εργάζομαι μτφρδ. γαλλ. travailleur]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback