επανάληψη Koine-Griechisch ἐπανάληψις
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το πρόγραμμα δοκιμών θα πρέπει να προβλέπει τρεις επαναλήψεις σε κάθε συγκέντρωση. | Das Prüfprotokoll sollte für jede Prüfkonzentration drei Wiederholungen vorsehen. Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να αποφεύγεται η μη σκόπιμη επανάληψη μελετών, πρέπει να θεσπιστούν απλοποιημένες διαδικασίες χορήγησης αδειών για πρόσθετες ύλες που ήδη χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα κατόπιν σχετικής άδειας. | Damit eine unnötige Wiederholung von Untersuchungen vermieden wird, sollten vereinfachte Verfahren für die Zulassung von Zusatzstoffen vorgesehen werden, die für die Verwendung in Lebensmitteln bereits zugelassen sind. Übersetzung bestätigt |
Η παρουσία σουλφοναμιδών μπορεί να επιβεβαιωθεί με επανάληψη της δοκιμής με την προσθήκη π-αμινο-βενζοϊκού οξέος στο σύστημα δοκιμών: | Sulfonamide können durch Wiederholung des Tests unter Zugabe von p-Aminobenzoesäure zum Testsystem nachgewiesen werden. Übersetzung bestätigt |
Η παρουσία β-λακταμών μπορεί να επιβεβαιωθεί με επανάληψη της δοκιμής με την προσθήκη πενικιλλινάσης στο σύστημα δοκιμών [2]: | β-Laktame können durch Wiederholung des Tests unter Zugabe von Penicillinase zum Testsystem nachgewiesen werden [2]. Übersetzung bestätigt |
να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες, να επανορθώσει τις αιτίες που οδήγησαν στην παραβίαση και να αποτρέψει την επανάληψη περιστάσεων παρόμοιων με αυτές που οδήγησαν στην παραβίαση· | entsprechende Maßnahmen ergreifen, um die Ursachen und Umstände zu beseitigen, die zu der Nichteinhaltung geführt haben, und um eine Wiederholung ähnlicher Umstände wie der, die zu der Nichteinhaltung geführt haben, auszuschließen, Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Wiederholung | die Wiederholungen |
Genitiv | der Wiederholung | der Wiederholungen |
Dativ | der Wiederholung | den Wiederholungen |
Akkusativ | die Wiederholung | die Wiederholungen |
επανάληψη η [epanádivpsi] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω: επανάληψη μιας λέξης / μιας φράσης / μιας πράξης. επανάληψη του ίδιου λάθους. επανάληψη μιας θεατρικής παράστασης / κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής προβολής / ενός αθλητικού αγώνα. H επανάληψη των μαθημάτων μετά τις διακοπές του Πάσχα. H επανάληψη μιας δίκης / των εργασιών της βουλής. επανάληψη ενός μελωδικού / ρυθμικού αποσπάσματος. (έκφρ.) κατ΄ επανάληψη, πολλές φορές. α. αυτό που επαναλαμβάνεται: Kείμενο γεμάτο πλατειασμούς και επαναλήψεις. Συνεχείς / κουραστικές επαναλήψεις. || για κινηματογραφική παράσταση ή τηλεοπτική προβολή που έχει γίνει και άλλη φορά: Λίγες και ασήμαντες καινούριες ταινίες, αρκετές όμως και αξιόλογες επαναλήψεις. β. η εκ νέου διδασκαλία ή μελέτη ενός μαθήματος με στόχο την καλύτερη εκμάθησή του: Προσεκτική / μεθοδική επανάληψη. Tελειώσαμε το βιβλίο και τώρα κάνουμε επαναλήψεις. Mια τελευταία επανάληψη πριν από τις εξετάσεις. (έκφρ.) η επανάληψη είναι μητέρα της μαθήσεως / (απαρχ.) η επανάληψις είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως, η επανάληψη είναι προϋπόθεση για τη μάθηση.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.