{η}  επένδυση Subst.  [ependisi, epenthisi, ependysh]

{die}    Subst.
(2266)
(1534)
{die}    Subst.
(11)

Etymologie zu επένδυση

επένδυση altgriechisch ἐπένδυσις


GriechischDeutsch
Οι εταιρείες ειδικού σκοπού αναχρηματοδοτούν επενδύσεις με τη μορφή χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού («asset-backed securities», στο εξής: ABS), προκειμένου να συγκεντρώσουν κεφάλαια στην αγορά για βραχυπρόθεσμους εξασφαλισμένους χρεωστικούς τίτλους ( «Commercial Papers»). Τα CP είναι βραχυπρόθεσμοι χρεωστικοί τίτλοι οι οποίοι εκδίδονται από μεγάλες τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις στη χρηματαγορά.Die Zweckgesellschaft refinanziert Investitionen in forderungsbesicherte Wertpapiere („asset-backed securities“, nachstehend: ABS), in dem sie Geld am Markt für kurzfristige forderungsbesicherte Schuldtitel ( „Commercial Papers“) aufnimmt; CP sind kurzfristige unbesicherte Schuldtitel, die von Großbanken und Großunternehmen am Geldmarkt begeben werden.

Übersetzung bestätigt

Για να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις στις ενέργειες προτεραιότητας που ορίζονται από την Επιτροπή και δεδομένων των αρνητικών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στους προϋπολογισμούς των κρατών μελών, η συγχρηματοδότηση των δαπανών που σχετίζονται με συστήματα ηλεκτρονικής καταγραφής και αναφοράς πληροφοριών (ERS) και με συστήματα παρακολούθησης σκαφών (VMS), καθώς και με την πρόληψη της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας, πρέπει να ανέρχεται σε υψηλό ποσοστό, εντός των ορίων που προβλέπει το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2006.Zur Förderung von Investitionen in die von den Kommission festgelegten prioritären Maßnahmen und in Anbetracht der negativen Auswirkungen der Finanzkrise auf die Haushalte der Mitgliedstaaten, sollte für Ausgaben im Zusammenhang mit elektronischen Aufzeichnungsund Meldesystemen (ERS) und Schiffsüberwachungssystemen (VMS) sowie für Ausgaben zur Verhinderung von illegaler, nicht gemeldeter und unregulierter Fischerei (IUU-Fischerei) ein hoher Kofinanzierungssatz innerhalb der Grenzen gemäß Artikel 15 der Verordnung (EG) Nr. 861/2006 gelten.

Übersetzung bestätigt

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική τη δέσμευση να μη χορηγηθούν άλλες ενισχύσεις για επενδύσεις στην Ottana Energia έως το 2014.Als besonders wichtig sieht die Kommission die Verpflichtung an, für die Investitionen bei Ottana Energia bis 2014 keine weiteren Beihilfen zu gewähren.

Übersetzung bestätigt

Δεύτερον, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και οι νέες επενδύσεις στη βιοενέργεια είναι αποδοτικές.Des Weiteren kommt die Kommission zu dem Ergebnis, dass auch die neuen Investitionen in die Bioenergie rentabel sind.

Übersetzung bestätigt

Αυτά τα ακαθάριστα κέρδη στηρίζονται στην υπόθεση κατά την οποία η επένδυση θα διατηρούσε απλώς την αξία του συγκροτήματος χωρίς να αποφέρει συμπληρωματικά έσοδα στον φορέα εκμετάλλευσης.Diese Bruttomargen basieren auf der Annahme, dass die Investition den Wert des Komplexes für den Betreiber lediglich erhalten, nicht aber zu zusätzlichen Einnahmen führen wird.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu επένδυση

επένδυση η [epénδisi] : I.κάλυψη της επιφάνειας ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στερεό υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση και ιδίως η σχετική κατασκευή: Tοίχος με μαρμάρινη / ξύλινη επένδυση. Ξύλινο άγαλμα με επένδυση από χρυσάφι κι ελεφαντόδοντο. || (για ρούχο) επένδυση, κυρίως εσωτερική: Mπουφάν / παλτό με γούνινη επένδυση. || (μτφ.): Mουσική επένδυση, η μουσική που συνοδεύει μια κινηματογραφική ταινία, τηλεοπτική σειρά κτλ. II. διάθεση ενός χρηματικού ποσού για: α. ίδρυση, επέκταση ή λειτουργία μιας οικονομικής επιχείρησης: Kάνω επένδυση, επενδύω. επένδυση κεφαλαίων στη γεωργία / βιοτεχνία / βιομηχανία. Tο κόστος μιας επένδυσης. Iδιωτικές / δημόσιες επενδύσεις. Πρόγραμμα / προϋπολογισμός των δημόσιων επενδύσεων. Δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις. επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, για επαγγελματική εκπαίδευση. || το επενδυμένο κεφάλαιο: H αποδοτικότητα μιας επένδυσης. Tο δικτατορικό καθεστώς ενισχύθηκε από το εξωτερικό με στόχο την προστασία των ξένων επενδύσεων. β. αγορά μη καταναλωτικού αγαθού με στόχο όχι τόσο επιχειρησιακό όσο αποταμιευτικό: H αγορά χρυσού είναι επένδυση; H επένδυση σε γη παρέχει μια σχετική ασφάλεια.

[λόγ. επενδύ(ω) -σις > -ση]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback