{το}  εισόδημα Subst.  [isodima, isothima, eisodhma]

{das}    Subst.
(2350)

Etymologie zu εισόδημα

εισόδημα mittelgriechisch εἰσόδημα Koine-Griechisch εἰσοδεύω[1]


GriechischDeutsch
Αυτός ο επιχειρησιακός τομέας είναι βιώσιμος και δεν πλήττεται από την τρέχουσα κρίση στο τμήμα της αγοράς κατοικιών με ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, η οποία προκλήθηκε από την πολλαπλή χορήγηση δανείων σε δανειολήπτες, οι οποίοι παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο και διαθέτουν χαμηλά εισοδήματα ή μειωμένη φερεγγυότητα σε σχέση με τους δανειολήπτες πρώτης τάξης.Dieser Geschäftsbereich ist rentabel und nicht von der derzeitigen Krise im Subprime-Wohnungsmarktsegment betroffen, die dadurch ausgelöst wurde, dass vermehrt Darlehen an Darlehensnehmer vergeben wurden, die ein höheres Risiko aufweisen und über ein geringeres Einkommen oder eine schlechtere Bonität verfügen als erstklassige Darlehensnehmer.

Übersetzung bestätigt

Κατ’ εξαίρεση σε σχέση με τα παραπάνω, θεωρείται ότι ο χρυσός δεν παράγει εισόδημα και ότι οι τίτλοι που διακρατούνται για σκοπούς νομισματικής πολιτικής παράγουν εισόδημα με βάση το επιτόκιο αναφοράς.».In Abweichung hiervon gilt, dass Gold kein Einkommen erzeugt und Wertpapiere, die für geldpolitische Zwecke gehalten werden, zum Referenzzinssatz Einkommen erzeugen.“

Übersetzung bestätigt

Λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης σημασίας στο εισόδημα των γεωργών των κερδοφόρων δραστηριοτήτων που σχετίζονται άμεσα με τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις εκτός από τις γεωργικές δραστηριότητες της εκμετάλλευσης, στην κοινοτική τυπολογία θα πρέπει να συμπεριληφθεί μια μεταβλητή ταξινόμησης η οποία θα αντανακλά τη σημασία των άλλων κερδοφόρων δραστηριοτήτων (ΑΚΔ) που σχετίζονται άμεσα με τη γεωργική εκμετάλλευση.In Anbetracht der zunehmenden Bedeutung, die die direkt mit dem Betrieb verbundene sonstige Erwerbstätigkeit der Landwirte als die landwirtschaftliche Tätigkeit des Betriebs für das Einkommen der Landwirte hat, sollte eine Klassifizierungsvariable in das gemeinschaftliche Klassifizierungssystem aufgenommen werden, die die Bedeutung der direkt mit dem Betrieb verbundenen sonstigen Erwerbstätigkeit widerspiegelt.

Übersetzung bestätigt

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (ΕΕ-SILC).42. Verordnung (EG) Nr. 1177/2003 des Europäischen Parlaments und des Rates vom 16. Juni 2003 für die Gemeinschaftsstatistik über Einkommen und Lebensbedingungen (EU-SILC)

Übersetzung bestätigt

Ορισμένες γεωργικές ενώσεις παρενέβησαν ισχυριζόμενες ότι τα εισοδήματα των γεωργών συμπιέζονται λόγω της αύξησης των τιμών των λιπασμάτων τα τελευταία χρόνια, της πτώσης των τιμών ορισμένων από τα προϊόντα τους και των επιβαρύνσεων στο κόστος που επιφέρουν οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί.Einige Bauernverbände reichten Stellungnahmen ein, in denen sie behaupteten, die Einkommen der Landwirte seien unter Druck geraten, weil sich in den letzten Jahren die Düngemittelpreise erhöht hätten, der Preis einiger ihrer Erzeugnisse gesunken sei und Umweltvorschriften die Kostenlast gesteigert hätten.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu εισόδημα

εισόδημα το [isóδima] : το χρηματικό ποσό που αποκτά κάποιος από εργασία, συναλλαγή, εκμετάλλευση κτλ. σε ορισμένη χρονική περίοδο: Προσωπικό / ατομικό / οικογενειακό εισόδημα. εισόδημα από συντάξεις / μισθούς / ημερομίσθια / επιχειρήσεις / καταθέσεις. Ετήσιο / μηνιαίο εισόδημα. Aκαθάριστο εισόδημα, από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί ασφαλιστικές κρατήσεις, φόροι κτλ. Kαθαρό εισόδημα. Yψηλό / μεσαίο / χαμηλό εισόδημα. Aύξηση / μείωση εισοδήματος. Φόρος εισοδήματος, ο φόρος που επιβάλλεται στο ετήσιο εισόδημα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. || (ειδικότ.) Tεκμαρτό εισόδημα, που υπολογίζεται με βάση τις δαπάνες. Πραγματικό εισόδημα, η χρηματική αξία των κάθε είδους οικονομικών αγαθών που αποκτά κάποιος (παροχές σε είδος και υπηρεσίες κτλ.). Kατά κεφαλήν* εισόδημα.

[λόγ. < μσν. εισόδημα < ελνστ. εἰσοδεύω `εισέρχομαι΄ κατά το γέννημα (αντί εισόδευμα) και κατά τη σημ. των ελνστ. εἰσοδιάζω `συλλέγω χρήματα΄, εἰσόδιον `εισόδημα΄ (δες και σοδειά)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback