ειδικεύω ειδικός + -εύω altgriechisch εἰδικός εἶδος indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω) ((Lehnübersetzung) französisch spécialiser)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
detaillieren |
verfeinern |
spezialisieren |
raffinieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ειδικεύω | ειδικεύουμε, ειδικεύομε | ειδικεύομαι | ειδικευόμαστε |
ειδικεύεις | ειδικεύετε | ειδικεύεσαι | ειδικεύεστε, ειδικευόσαστε | ||
ειδικεύει | ειδικεύουν(ε) | ειδικεύεται | ειδικεύονται | ||
Imper fekt | ειδίκευα | ειδικεύαμε | ειδικευόμουν(α) | ειδικευόμαστε | |
ειδίκευες | ειδικεύατε | ειδικευόσουν(α) | ειδικευόσαστε | ||
ειδίκευε | ειδίκευαν, ειδικεύαν(ε) | ειδικευόταν(ε) | ειδικεύονταν | ||
Aorist | ειδίκευσα | ειδικεύσαμε | ειδικεύτηκα, ειδικεύθηκα | ειδικευτήκαμε, ειδικευθήκαμε | |
ειδίκευσες | ειδικεύσατε | ειδικεύτηκες, ειδικεύθηκες | ειδικευτήκατε, ειδικευθήκατε | ||
ειδίκευσε | ειδίκευσαν, ειδικεύσαν(ε) | ειδικεύτηκε, ειδικεύθηκε | ειδικεύτηκαν, ειδικευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ειδικεύω | θα ειδικεύουμε, | θα ειδικεύομαι | θα ειδικευόμαστε | |
θα ειδικεύεις | θα ειδικεύετε | θα ειδικεύεσαι | θα ειδικεύεστε, | ||
θα ειδικεύει | θα ειδικεύουν(ε) | θα ειδικεύεται | θα ειδικεύονται | ||
Fut ur | θα ειδικεύσω | θα ειδικεύσουμε, | θα ειδικευτώ, | θα ειδικευτούμε, | |
θα ειδικεύσεις | θα ειδικεύσετε | θα ειδικευτείς, | θα ειδικευτείτε, | ||
θα ειδικεύσει | θα ειδικεύσουν(ε) | θα ειδικευτεί, | θα ειδικευτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ειδικεύω | να ειδικεύουμε, | να ειδικεύομαι | να ειδικευόμαστε |
να ειδικεύεις | να ειδικεύετε | να ειδικεύεσαι | να ειδικεύεστε, | ||
να ειδικεύει | να ειδικεύουν(ε) | να ειδικεύεται | να ειδικεύονται | ||
Aorist | να ειδικεύσω | να ειδικεύσουμε, | να ειδικευτώ, | να ειδικευτούμε, | |
να ειδικεύσεις | να ειδικεύσετε | να ειδικευτείς, | να ειδικευτείτε, | ||
να ειδικεύσει | να ειδικεύσουν(ε) | να ειδικευτεί, | να ειδικευτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | ειδίκευε | ειδικεύετε | ειδικεύεστε | |
Aorist | ειδίκευσε | ειδικεύστε, ειδικεύσετε | ειδικεύσου | ειδικευτείτε, ειδικευθείτε | |
Part izip | Pres | ειδικεύοντας | ειδικευόμενος | ||
Perf | έχοντας ειδικεύσει, | ειδικευμένος, -η, -ο | ειδικευμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ειδικεύσει | ειδικευτεί, ειδικευθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | spezialisiere | ||
du | spezialisierst | |||
er, sie, es | spezialisiert | |||
Präteritum | ich | spezialisierte | ||
Konjunktiv II | ich | spezialisierte | ||
Imperativ | Singular | spezialisier! spezialisiere! | ||
Plural | spezialisiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
spezialisiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:spezialisieren |
ειδικεύω [iδikévo] -ομαι : 1.εκπαιδεύω κπ. για να γίνει ειδικός σε ορισμένο τομέα επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.