δώρο altgriechisch δῶρον δίδωμι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ο εργαζόμενος δεν επιτρέπεται να δεχθεί χωρίς άδεια του διευθυντή από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλη πηγή εκτός του Κέντρου τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δώρο ή καταβολή οποιουδήποτε είδους, εκτός εάν πρόκειται για αμοιβή για υπηρεσίες τις οποίες παρέσχε είτε πριν από το διορισμό του είτε κατά τη διάρκεια ειδικής άδειας λόγω στρατιωτικής θητείας ή άλλης εθνικής υπηρεσίας και όσον αφορά την εν λόγω θητεία ή υπηρεσία. | Ein Beschäftigter darf ohne Zustimmung des Direktors weder von einer Regierung noch von einer anderen Stelle außerhalb des Zentrums Titel, Orden, Ehrenzeichen, Vergünstigungen, Belohnungen und Geschenke oder Vergütungen irgendwelcher Art annehmen, außer für Dienste vor seiner Einstellung oder für Dienste während eines Sonderurlaubs zur Ableistung des Wehrdienstes oder anderer staatsbürgerlicher Dienste, sofern sie im Zusammenhang mit der Ableistung solcher Dienste gewährt werden. Übersetzung bestätigt |
Ένας επενδυτής σε οικονομία αγοράς δεν θα είχε κάνει ένα τέτοιο δώρο στους άλλους μετόχους. | Ein marktwirtschaftlich handelnder Kapitalgeber hätte den anderen Aktionären kein solches Geschenk gemacht. Übersetzung bestätigt |
πριμοδοτήσεις απόδοσης ή προσόντων, δώρα, φιλοδωρήματα, ποσοστά επί των κερδών, | Prämien für Produktivität oder Qualifikationen, Geschenke, Gratifikationen, Gewinnbeteiligung; Übersetzung bestätigt |
συνίστανται μόνο σε εμπορεύματα για προσωπική ή οικογενειακή χρήση των ταξιδιωτών, ή σε εμπορεύματα που προορίζονται για δώρα. | sie setzen sich ausschließlich aus Waren zusammen, die zum persönlichen Geoder Verbrauch des Reisenden oder seiner Familienangehörigen oder als Geschenk bestimmt sind. Übersetzung bestätigt |
Μικρά δώρα ή ελάσσονος σημασίας προσφορές κάτω από ένα επίπεδο που ορίζεται στην πολιτική της επιχείρησης για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων και αναφέρεται στη συνοπτική περιγραφή της πολιτικής αυτής που διατίθεται στους πελάτες, δεν πρέπει να θεωρούνται ως αντιπαροχές για τους σκοπούς των διατάξεων που αφορούν την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων. | Kleine Geschenke oder kleinere Einladungen, die nicht über das nach den Grundsätzen der Wertpapierfirma für Interessenkonflikte zulässige und in der für die Kunden bestimmten Kurzbeschreibung dieser Grundsätze dargelegte Maß hinausgehen, sollten für die Zwecke der Bestimmungen über Finanzanalysen nicht als Anreize betrachtet werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
ανταμοιβή |
δεξίμι |
δωρεά |
δώρισμα |
κανίσκι |
μποναμάς |
παλικαριάτικο |
πεσκέσι |
ρεγάλο |
φιλοδώρημα |
χάρισμα |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
δωροδοκία |
δωροληψία |
δωροδοκώ |
δωροδόκημα |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Weihnachtsgeld | die Weihnachtsgelder |
Genitiv | des Weihnachtsgeldes des Weihnachtsgelds | der Weihnachtsgelder |
Dativ | dem Weihnachtsgeld dem Weihnachtsgelde | den Weihnachtsgeldern |
Akkusativ | das Weihnachtsgeld | die Weihnachtsgelder |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Gratifikation | die Gratifikationen |
Genitiv | der Gratifikation | der Gratifikationen |
Dativ | der Gratifikation | den Gratifikationen |
Akkusativ | die Gratifikation | die Gratifikationen |
δώρο το [δóro] : I1α. ό,τι προσφέρεται σε κπ. χωρίς αμοιβή, αντάλλαγμα ή υποχρέωση ανταπόδοσης, ό,τι χαρίζεται συνήθ. σε γιορτή, επέτειο κτλ.: Πλούσιο / φτωχό / πρακτικό δώρο. Bασιλικό δώρο, πολύ πλούσιο. δώρο γάμου. Γαμήλιο δώρο. Πρωτοχρονιάτικο δώρο, μποναμάς. Στη γιορτή της πήρε / είχε πολλά δώρα. Aνταλλάσσουμε δώρα με τους φίλους μας. Mου έκανε δώρο ένα βιβλίο. ΦΡ δώρο άδωρο*. (γνωμ.) το δώρο θέλει αντίδωρο, πρέπει να ανταποδίδεται το δώρο. το δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει, σημασία έχει η διάθεση προσφοράς και όχι η υλική αξία της. (έκφρ.) οι τρεις Mάγοι / σαν τους τρεις Mάγους με τα δώρα, για κπ. που έρχεται φορτωμένος με πλούσια δώρα ή άλλες προσφορές. || (εκκλ.) Tα Tίμια / Άγια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ως προσφορά στο Θεό. β. βραβείο, έπαθλο σε διαγωνισμό, παιχνίδι, κλήρωση κτλ.: Οι νικητές / οι τυχεροί κερδίζουν πλούσια δώρα. Tο ΠΡΟΠΟ μοιράζει πολλά δώρα. || διαφημιστική προσφορά: Mε κάθε αγορά πάνω από το (τάδε) ποσό το κατάστημα δίνει το (τάδε) δώρο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.