δωροδοκώ Verb  [dorodoko, thorothoko, dwrodokw]

  Verb
(2)

Etymologie zu δωροδοκώ

δωροδοκώ Koine-Griechisch δωροδοκέω, δωροδοκῶ "δέχομαι δώρα"


GriechischDeutsch
Του είπα ότι δεν έχει ακούσει ακόμα όλα τα στοιχεία, και τότε με κατηγόρησε ότι μου έχει αφαιρεθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος και ότι δωροδοκώ δικαστές.Ich sagte ihm er hätte noch nicht alle Beweise gehört und dann hat er mich beschuldigt ein ausgeschlossener Anwalt zu sein und Richter zu bestechen.

Übersetzung nicht bestätigt

Ευχαριστώ που το 'πες. Τώρα δεν θα νιώθω ντροπή που σε δωροδοκώ.Jetzt muss ich mich nicht schmutzig dabei fühlen, weil ich versucht habe, dich zu bestechen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu δωροδοκώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δωροδοκώδωροδοκούμεδωροδοκούμαιδωροδοκούμαστε
δωροδοκείςδωροδοκείτεδωροδοκείσαιδωροδοκείστε
δωροδοκείδωροδοκούν(ε)δωροδοκείταιδωροδοκούνται
Imper
fekt
δωροδοκούσαδωροδοκούσαμεδωροδοκούμουνδωροδοκούμαστε
δωροδοκούσεςδωροδοκούσατε
δωροδοκούσεδωροδοκούσαν(ε)δωροδοκούνταν, δωροδοκείτοδωροδοκούνταν, δωροδοκούντο
Aoristδωροδόκησαδωροδοκήσαμεδωροδοκήθηκαδωροδοκηθήκαμε
δωροδόκησεςδωροδοκήσατεδωροδοκήθηκεςδωροδοκηθήκατε
δωροδόκησεδωροδόκησαν, δωροδοκήσαν(ε)δωροδοκήθηκεδωροδοκήθηκαν, δωροδοκηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω δωροδοκήσει
έχω δωροδοκημένο
έχουμε δωροδοκήσει
έχουμε δωροδοκημένο
έχω δωροδοκηθεί
είμαι δωροδοκημένος, -η
έχουμε δωροδοκηθεί
είμαστε δωροδοκημένοι, -ες
έχεις δωροδοκήσει
έχεις δωροδοκημένο
έχετε δωροδοκήσει
έχετε δωροδοκημένο
έχεις δωροδοκηθεί
είσαι δωροδοκημένος, -η
έχετε δωροδοκηθεί
είστε δωροδοκημένοι, -ες
έχει δωροδοκήσει
έχει δωροδοκημένο
έχουν δωροδοκήσει
έχουν δωροδοκημένο
έχει δωροδοκηθεί
είναι δωροδοκημένος, -η, -ο
έχουν δωροδοκηθεί
είναι δωροδοκημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα δωροδοκήσει
είχα δωροδοκημένο
είχαμε δωροδοκήσει
είχαμε δωροδοκημένο
είχα δωροδοκηθεί
ήμουν δωροδοκημένος, -η
είχαμε δωροδοκηθεί
ήμαστε δωροδοκημένοι, -ες
είχες δωροδοκήσει
είχες δωροδοκημένο
είχατε δωροδοκήσει
είχατε δωροδοκημένο
είχες δωροδοκηθεί
ήσουν δωροδοκημένος, -η
είχατε δωροδοκηθεί
ήσαστε δωροδοκημένοι, -ες
είχε δωροδοκήσει
είχε δωροδοκημένο
είχαν δωροδοκήσει
είχαν δωροδοκημένο
είχε δωροδοκηθεί
ήταν δωροδοκημένος, -η, -ο
είχαν δωροδοκηθεί
ήταν δωροδοκημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δωροδοκώθα δωροδοκούμεθα δωροδοκούμαιθα δωροδοκούμαστε
θα δωροδοκείςθα δωροδοκείτεθα δωροδοκείσαιθα δωροδοκείστε
θα δωροδοκείθα δωροδοκούν(ε)θα δωροδοκείταιθα δωροδοκούνται
Fut
ur
θα δωροδοκήσωθα δωροδοκήσουμεθα δωροδοκηθώθα δωροδοκηθούμε
θα δωροδοκήσειςθα δωροδοκήσετεθα δωροδοκηθείςθα δωροδοκηθείτε
θα δωροδοκήσειθα δωροδοκήσουν(ε)θα δωροδοκηθείθα δωροδοκηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δωροδοκήσει
θα έχω δωροδοκημένο
θα έχουμε δωροδοκήσει
θα έχουμε δωροδοκημένο
θα έχω δωροδοκηθεί
θα είμαι δωροδοκημένος, -η
θα έχουμε δωροδοκηθεί
θα είμαστε δωροδοκημένοι, -ες
θα έχεις δωροδοκήσει
θα έχεις δωροδοκημένο
θα έχετε δωροδοκήσει
θα έχετε δωροδοκημένο
θα έχεις δωροδοκηθεί
θα είσαι δωροδοκημένος, -η
θα έχετε δωροδοκηθεί
θα είστε δωροδοκημένοι, -η
θα έχει δωροδοκήσει
θα έχει δωροδοκημένο
θα έχουν δωροδοκήσει
θα έχουν δωροδοκημένο
θα έχει δωροδοκηθεί
θα είναι δωροδοκημένος, -η, -ο
θα έχουν δωροδοκηθεί
θα είναι δωροδοκημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δωροδοκώνα δωροδοκούμενα δωροδοκούμαινα δωροδοκούμαστε
να δωροδοκείςνα δωροδοκείτενα δωροδοκείσαινα δωροδοκείστε
να δωροδοκείνα δωροδοκούν(ε)να δωροδοκείταινα δωροδοκούνται
Aoristνα δωροδοκήσωνα δωροδοκήσουμε, να δωροδοκήσομενα δωροδοκηθώνα δωροδοκηθούμε
να δωροδοκήσειςνα δωροδοκήσετενα δωροδοκηθείςνα δωροδοκηθείτε
να δωροδοκήσεινα δωροδοκήσουν(ε)να δωροδοκηθείνα δωροδοκηθούν(ε)
Perfνα έχω δωροδοκήσει
να έχω δωροδοκημένο
να έχουμε δωροδοκήσει
να έχουμε δωροδοκημένο
να έχω δωροδοκηθεί
να είμαι δωροδοκημένος, -η
να έχουμε δωροδοκηθεί
να είμαστε δωροδοκημένοι, -ες
να έχεις δωροδοκήσει
να έχεις δωροδοκημένο
να έχετε δωροδοκήσει
να έχετε δωροδοκημένο
να έχεις δωροδοκηθεί
να είσαι δωροδοκημένος, -η
να έχετε δωροδοκηθεί
να είστε δωροδοκημένοι, -ες
να έχει δωροδοκήσει
να έχει δωροδοκημένο
να έχουν δωροδοκήσει
να έχουν δωροδοκημένο
να έχει δωροδοκηθεί
να είναι δωροδοκημένος, -η, -ο
να έχουν δωροδοκηθεί
να είναι δωροδοκημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδωροδοκείτεδωροδοκείστε
Aoristδωροδόκησεδωροδοκήστε, δωροδοκήσετεδωροδοκήσουδωροδοκηθείτε
Part
izip
Presδωροδοκώντας
Perfέχοντας δωροδοκήσει, έχοντας δωροδοκημένοδωροδοκημένος, -η, -οδωροδοκημένοι, -ες, -α
InfinAoristδωροδοκήσειδωροδοκηθεί





Griechische Definition zu δωροδοκώ

δωροδοκώ [δoroδokó] -ούμαι : προσφέρω σε κπ., συνήθ. σε δημόσιο λειτουργό, χρήματα ή κάποιο άλλο δώρο, για να παραβεί το καθήκον του και παρανομώντας να δώσει ευνοϊκή λύση σε κάποια υπόθεσή μου: Επιχείρησε να δωροδοκήσει τον έφορο. Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.

[λόγ. < ελνστ. δωροδοκῶ, αρχ. σημ.: `δέχομαι δώρα΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback