δωροδοκώ Koine-Griechisch δωροδοκέω, δωροδοκῶ "δέχομαι δώρα"
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Του είπα ότι δεν έχει ακούσει ακόμα όλα τα στοιχεία, και τότε με κατηγόρησε ότι μου έχει αφαιρεθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος και ότι δωροδοκώ δικαστές. | Ich sagte ihm er hätte noch nicht alle Beweise gehört und dann hat er mich beschuldigt ein ausgeschlossener Anwalt zu sein und Richter zu bestechen. Übersetzung nicht bestätigt |
Ευχαριστώ που το 'πες. Τώρα δεν θα νιώθω ντροπή που σε δωροδοκώ. | Jetzt muss ich mich nicht schmutzig dabei fühlen, weil ich versucht habe, dich zu bestechen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
korrumpieren |
bestechen |
schmieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δωροδοκώ | δωροδοκούμε | δωροδοκούμαι | δωροδοκούμαστε |
δωροδοκείς | δωροδοκείτε | δωροδοκείσαι | δωροδοκείστε | ||
δωροδοκεί | δωροδοκούν(ε) | δωροδοκείται | δωροδοκούνται | ||
Imper fekt | δωροδοκούσα | δωροδοκούσαμε | δωροδοκούμουν | δωροδοκούμαστε | |
δωροδοκούσες | δωροδοκούσατε | ||||
δωροδοκούσε | δωροδοκούσαν(ε) | δωροδοκούνταν, δωροδοκείτο | δωροδοκούνταν, δωροδοκούντο | ||
Aorist | δωροδόκησα | δωροδοκήσαμε | δωροδοκήθηκα | δωροδοκηθήκαμε | |
δωροδόκησες | δωροδοκήσατε | δωροδοκήθηκες | δωροδοκηθήκατε | ||
δωροδόκησε | δωροδόκησαν, δωροδοκήσαν(ε) | δωροδοκήθηκε | δωροδοκήθηκαν, δωροδοκηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δωροδοκώ | θα δωροδοκούμε | θα δωροδοκούμαι | θα δωροδοκούμαστε | |
θα δωροδοκείς | θα δωροδοκείτε | θα δωροδοκείσαι | θα δωροδοκείστε | ||
θα δωροδοκεί | θα δωροδοκούν(ε) | θα δωροδοκείται | θα δωροδοκούνται | ||
Fut ur | θα δωροδοκήσω | θα δωροδοκήσουμε | θα δωροδοκηθώ | θα δωροδοκηθούμε | |
θα δωροδοκήσεις | θα δωροδοκήσετε | θα δωροδοκηθείς | θα δωροδοκηθείτε | ||
θα δωροδοκήσει | θα δωροδοκήσουν(ε) | θα δωροδοκηθεί | θα δωροδοκηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δωροδοκώ | να δωροδοκούμε | να δωροδοκούμαι | να δωροδοκούμαστε |
να δωροδοκείς | να δωροδοκείτε | να δωροδοκείσαι | να δωροδοκείστε | ||
να δωροδοκεί | να δωροδοκούν(ε) | να δωροδοκείται | να δωροδοκούνται | ||
Aorist | να δωροδοκήσω | να δωροδοκηθώ | να δωροδοκηθούμε | ||
να δωροδοκήσεις | να δωροδοκήσετε | να δωροδοκηθείς | να δωροδοκηθείτε | ||
να δωροδοκήσει | να δωροδοκήσουν(ε) | να δωροδοκηθεί | να δωροδοκηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | δωροδοκείτε | δωροδοκείστε | ||
Aorist | δωροδόκησε | δωροδοκήστε, δωροδοκήσετε | δωροδοκήσου | δωροδοκηθείτε | |
Part izip | Pres | δωροδοκώντας | |||
Perf | έχοντας δωροδοκήσει, | δωροδοκημένος, -η, -ο | δωροδοκημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δωροδοκήσει | δωροδοκηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | besteche | ||
du | bestichst | |||
er, sie, es | besticht | |||
Präteritum | ich | bestach | ||
Konjunktiv II | ich | bestäche | ||
Imperativ | Singular | bestich! | ||
Plural | bestecht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bestochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bestechen |
δωροδοκώ [δoroδokó] -ούμαι : προσφέρω σε κπ., συνήθ. σε δημόσιο λειτουργό, χρήματα ή κάποιο άλλο δώρο, για να παραβεί το καθήκον του και παρανομώντας να δώσει ευνοϊκή λύση σε κάποια υπόθεσή μου: Επιχείρησε να δωροδοκήσει τον έφορο. Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.