Deutsch | Griechisch |
---|---|
Für eine solche Summe wagte ich es sogar, Jupiter zu bestechen! | Με τέτοιο ποσό, εξαγοράζω και τον ίδιο τον Δία! Übersetzung nicht bestätigt |
Mein Job ist es, die Regulatoren zu bestechen, dein Job ist, neues Geld reinzuholen. | Η δουλειά μου είναι ν' εξαγοράζω τους ελεγκτές. Κι εσύ να φέρνεις νέο χρήμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
korrumpieren |
bestechen |
schmieren |
Ähnliche Wörter |
---|
bestechend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | besteche | ||
du | bestichst | |||
er, sie, es | besticht | |||
Präteritum | ich | bestach | ||
Konjunktiv II | ich | bestäche | ||
Imperativ | Singular | bestich! | ||
Plural | bestecht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bestochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bestechen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δωροδοκώ | δωροδοκούμε | δωροδοκούμαι | δωροδοκούμαστε |
δωροδοκείς | δωροδοκείτε | δωροδοκείσαι | δωροδοκείστε | ||
δωροδοκεί | δωροδοκούν(ε) | δωροδοκείται | δωροδοκούνται | ||
Imper fekt | δωροδοκούσα | δωροδοκούσαμε | δωροδοκούμουν | δωροδοκούμαστε | |
δωροδοκούσες | δωροδοκούσατε | ||||
δωροδοκούσε | δωροδοκούσαν(ε) | δωροδοκούνταν, δωροδοκείτο | δωροδοκούνταν, δωροδοκούντο | ||
Aorist | δωροδόκησα | δωροδοκήσαμε | δωροδοκήθηκα | δωροδοκηθήκαμε | |
δωροδόκησες | δωροδοκήσατε | δωροδοκήθηκες | δωροδοκηθήκατε | ||
δωροδόκησε | δωροδόκησαν, δωροδοκήσαν(ε) | δωροδοκήθηκε | δωροδοκήθηκαν, δωροδοκηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δωροδοκώ | θα δωροδοκούμε | θα δωροδοκούμαι | θα δωροδοκούμαστε | |
θα δωροδοκείς | θα δωροδοκείτε | θα δωροδοκείσαι | θα δωροδοκείστε | ||
θα δωροδοκεί | θα δωροδοκούν(ε) | θα δωροδοκείται | θα δωροδοκούνται | ||
Fut ur | θα δωροδοκήσω | θα δωροδοκήσουμε | θα δωροδοκηθώ | θα δωροδοκηθούμε | |
θα δωροδοκήσεις | θα δωροδοκήσετε | θα δωροδοκηθείς | θα δωροδοκηθείτε | ||
θα δωροδοκήσει | θα δωροδοκήσουν(ε) | θα δωροδοκηθεί | θα δωροδοκηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δωροδοκώ | να δωροδοκούμε | να δωροδοκούμαι | να δωροδοκούμαστε |
να δωροδοκείς | να δωροδοκείτε | να δωροδοκείσαι | να δωροδοκείστε | ||
να δωροδοκεί | να δωροδοκούν(ε) | να δωροδοκείται | να δωροδοκούνται | ||
Aorist | να δωροδοκήσω | να δωροδοκηθώ | να δωροδοκηθούμε | ||
να δωροδοκήσεις | να δωροδοκήσετε | να δωροδοκηθείς | να δωροδοκηθείτε | ||
να δωροδοκήσει | να δωροδοκήσουν(ε) | να δωροδοκηθεί | να δωροδοκηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | δωροδοκείτε | δωροδοκείστε | ||
Aorist | δωροδόκησε | δωροδοκήστε, δωροδοκήσετε | δωροδοκήσου | δωροδοκηθείτε | |
Part izip | Pres | δωροδοκώντας | |||
Perf | έχοντας δωροδοκήσει, | δωροδοκημένος, -η, -ο | δωροδοκημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δωροδοκήσει | δωροδοκηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.