{ο}  δρόμος Subst.  [dromos, thromos]

{die}    Subst.
(980)
{die}    Subst.
(2)

Etymologie zu δρόμος

δρόμος altgriechisch δρόμος proto-indogermanisch *drem- (τρέχω)


GriechischDeutsch
Όταν είναι αναγκαία η αποπάγωση των δρόμων, χρησιμοποιούνται μηχανικά μέσα ή αμμοχάλικο, προκειμένου να καταστούν οι δρόμοι του τουριστικού καταλύματος ασφαλείς σε περίπτωση παγετού/χιονιού (1,5 βαθμοί).Ist aus Sicherheitsgründen ein Enteisen der Straßen und Wege bei Eis oder Schnee auf dem Gelände des Beherbergungsbetriebs erforderlich, sind dafür mechanische Mittel einzusetzen bzw. Sand oder Kies zu streuen (1,5 Punkte).

Übersetzung bestätigt

Όπου απαιτείται η αφαίρεση πάγου από οδόστρωμα, χρησιμοποιούνται μηχανικά μέσα ή άμμος/χαλίκι ώστε οι δρόμοι στο χώρο της κατασκήνωσης/του κάμπινγκ να είναι ασφαλέστεροι σε περίπτωση πάγου/χιονιού (1,5 βαθμός).Ist aus Sicherheitsgründen ein Enteisen der Straßen und Wege bei Eis oder Schnee auf dem Campinggelände erforderlich, sind dafür mechanische Mittel einzusetzen bzw. Sand oder Kies zu streuen (1,5 Punkte).

Übersetzung bestätigt

Αυτοκινητόδρομοι, δρόμοι, οδοί και άλλες αμαξιτές οδοί ή πεζόδρομοι και διάδρομοι αεροδρομίωνAutobahnen, Straßen und Wege sowie Rollbahnen

Übersetzung bestätigt

«εκτίμηση των επιπτώσεων της οδικής ασφάλειας», η στρατηγική συγκριτική ανάλυση των επιπτώσεων που έχει ένας νέος δρόμος ή η ουσιαστική τροποποίηση του υπάρχοντος δικτύου στις επιδόσεις ασφαλείας του οδικού δικτύου·„Folgenabschätzung hinsichtlich der Straßenverkehrssicherheit“ eine strategisch orientierte vergleichende Analyse der Auswirkungen einer neuen Straße oder wesentlicher Änderungen an bestehenden Straßen auf die Sicherheit im Straßennetz;

Übersetzung bestätigt

τοποθεσίες όπως οικιστικές και εμπορικές περιοχές πόλεων, πάρκα (μακριά από τα δέντρα), μεγάλοι δρόμοι ή πλατείες με ελάχιστη ή μηδενική κυκλοφορία, ανοικτοί χώροι με εκπαιδευτικές, αθλητικές ή ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις.Standorte wie Wohnund Geschäftsviertel in Städten, Grünanlagen (nicht in unmittelbarer Nähe von Bäumen), große Straßen oder Plätze mit wenig oder keinem Verkehr, für Schulen, Sportanlagen oder Freizeiteinrichtungen charakteristische offene Flächen.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu δρόμος

δρόμος ο [δrómos] : I1α. λωρίδα εδάφους ισοπεδωμένη και συνήθ. καλυμμένη με το κατάλληλο υλικό, που συνδέει δύο τόπους ή δύο σημεία ενός τόπου και στην οποία μπορούν να κινηθούν άνθρωποι ή οχήματα· οδός: Πλατύς / στενός / ίσιος / ανώμαλος / ανηφορικός / κατηφορικός / ασφαλτοστρωμένος / αμαξιτός / εθνικός / επαρχιακός / αγροτικός / δημόσιος / ιδιωτικός δρόμος. Xαράζω / ανοίγω / διανοίγω ένα δρόμο. Xάραξη / διάνοιξη / σκυρόστρωση / ασφαλτόστρωση ενός δρόμου. Tο κατάστρωμα / το κράσπεδο του δρόμου. δρόμος και πεζοδρόμιο. Διασταύρωση δύο δρόμων. Οι στροφές του δρόμου. Περνώ / διασχίζω το δρόμο. Tο σπίτι βλέπει / έχει πρόσοψη στο δρόμο. Ο δρόμος βγάζει σε μια πλατεία, καταλήγει. δρόμος μονής / διπλής κατεύθυνσης. Mένω σε κεντρικό / πολυσύχναστο δρόμο. Φράζω / κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδια και εμποδίζω το πέρασμα. Kόβω / φράζω / κλείνω σε κπ. το δρόμο, τον εμποδίζω να περάσει και μτφ., τον εμποδίζω να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. β. σε εκφράσεις και σε ΦΡ όπου η λέξη δρόμος δηλώνει: β1. απομάκρυνση από έναν κλειστό, ιδιωτικό χώρο ή εγκατάλειψη κάποιας απομόνωσης: παίρνω τους δρόμους, βγαίνω από το σπίτι μου και ψάχνω να βρω κπ. ή κτ. ή περιφέρομαι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. γυρίζω στους δρόμους, συνήθ. για παιδί ή για νέο που χάνει το χρόνο του άσκοπα σε υπαίθριους συνήθ. χώρους διασκέδασης ή συναναστροφής. βγαίνω / κατεβαίνω στους δρόμους, για να διαδηλώσω, για να διαμαρτυρηθώ: Ο κόσμος θα βγει στους δρόμους, αν γίνουν άλλες αυξήσεις στα τρόφιμα. στη μέση του δρόμου, όταν κτ. γίνεται σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση: Mε έκανε ρεζίλι στη μέση του δρόμου. δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, από τη γλώσσα των παραμυθιών, για κπ. που ξεκινάει μια μεγάλη πορεία με συχνά αβέβαιο τέρμα. ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, φύγε αν θέλεις, κανείς δε σε κρατάει. || για να δηλωθεί και η ταχύτητα της απομάκρυνσης: παίρνω δρόμο, φεύγω γρήγορα για να προλάβω κτ. ή με διώχνουν από κάπου. του έδωσα δρόμο, τον έδιωξα ή (για πργ.) το πέταξα. δρόμο!, φύγε από δω. δώσ΄ του δρόμο, φύγε, μην καθυστερείς ή (για πργ.) πέταξέ το. || πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει με ευχέρεια ή χωρίς δισταγμούς. β2. εγκατάλειψη, έλλειψη προστασίας ή ενδιαφέροντος: βγάζω / πετάω κπ. στο δρόμο, τον διώχνω από το σπίτι που μένει και τον αφήνω άστεγο ή γενικότερα του στερώ τα μέσα επιβίωσης. πετάω κτ. στο δρόμο, το αχρηστεύω ή το σπαταλώ. δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, δεν κερδίζονται εύκολα. μένω / αφήνω κπ. στο δρόμο, χωρίς στέγη ή χωρίς δουλειά και μέσα επιβίωσης. μένω / αφήνω κπ. στους πέντε δρόμους, κυρίως για παιδί που μένει ορφανό και απροστάτευτο. μεγαλώνω στους δρόμους, χωρίς οικογενειακή φροντίδα. μαζεύω κπ. απ΄ το δρόμο, δίνω προστασία σε κπ. που δεν είχε εξασφαλισμένους πόρους διαβίωσης. β3. το πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο κάποιου: γυναίκα* του δρόμου. παιδί του δρόμου, αλήτης. γ. η διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος, για να φτάσει στον προορισμό του: Xάνω / βρίσκω / ξεχνάω / μπερδεύω το δρόμο. Δείχνω σε κπ. το δρόμο. Έκανε όλο το δρόμο με τα πόδια. Συνέχισε το δρόμο του. Aκολουθώ / παίρνω το συντομότερο δρόμο. Tο ταχυδρομείο είναι στο δρόμο μου. Οι ανακαλύψεις άνοιξαν καινούριους δρόμους για το εμπόριο. Θαλάσσιος δρόμος, πορεία που μπορεί να ακολουθήσει ένα πλοίο. || (έκφρ.) κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη διαδρομή. αλλάζω δρόμο, για να αποφύγω κάποιο ανεπιθύμητο πρόσωπο. με φέρνει ο δρόμος, ακολουθώ μια διαδρομή που περνά συμπτωματικά από κάποιο συγκεκριμένο σημείο: Aν με φέρει ο δρόμος όταν κατεβώ στην αγορά, θα περάσω να σε δω. όπου μας βγάλει ο δρόμος, όταν δεν είμαστε βέβαιοι για το πού μας οδηγεί μια διαδρομή. κτ. με αφήνει / μένω στο δρόμο, διακόπτω την πορεία μου εξαιτίας κάποιου εμποδίου: Xάλασε το αυτοκίνητο και μείναμε στο δρόμο / το αυτοκίνητο μάς άφησε στο δρόμο. στα μισά* του δρόμου. ΦΡ όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, όποια διαδικασία, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιήσει κανείς, θα καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα ή συμπέρασμα. || ταξίδι: Πήρε μαζί του φαγητό για το δρόμο. Σ΄ όλο το δρόμο κοιμόταν. (ευχή) καλό δρόμο! δ. (οικ.) απόσταση που διανύει ένας πεζός ή ένα όχημα και που υπολογίζεται σε μονάδα χρόνου ή μήκους: Tο ένα χωριό από το άλλο απέχει δύο ώρες δρόμο. Kάθε μέρα κάνει δύο χιλιόμετρα δρόμο. || μετάβαση και επιστροφή: Έκανα δύο δρόμους για να φέρω τα ψώνια. Tα έφερα σε τρεις δρόμους. Mε έφαγαν οι δρόμοι, με κούρασαν τα πηγαινέλα. ε. τροχιά ουράνιων σωμάτων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback