διαψεύδω Verb  [diapsevdo, thiapsevtho, diapseydw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διαψεύδω

διαψεύδω Koine-Griechisch διαψεύδω altgriechisch διαψεύδομαι ή διά και ψεύδω


GriechischDeutsch
Δεν επιβεβαιώνω ούτε διαψεύδω, ότι η MI6 διενήργησε κάποια επιχείρηση σε αμερικάνικο έδαφος.Okay, ich kann weder bestätigen noch bestreiten, dass der MI6 jemals Operationen auf amerikanischem Boden durchführte. Ja, ja, ja.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu διαψεύδω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαψεύδωδιαψεύδουμε, διαψεύδομεδιαψεύδομαιδιαψευδόμαστε
διαψεύδειςδιαψεύδετεδιαψεύδεσαιδιαψεύδεστε, διαψευδόσαστε
διαψεύδειδιαψεύδουν(ε)διαψεύδεταιδιαψεύδονται
Imper
fekt
διέψευδαδιαψεύδαμεδιαψευδόμουν(α)διαψευδόμαστε
διέψευδεςδιαψεύδατεδιαψευδόσουν(α)διαψευδόσαστε
διέψευδεδιέψευδαν, διαψεύδαν(ε)διαψευδόταν(ε)διαψεύδονταν
Aoristδιέψευσαδιαψεύσαμεδιαψεύστηκαδιαψευστήκαμε
διέψευσεςδιαψεύσατεδιαψεύστηκεςδιαψευστήκατε
διέψευσεδιέψευσαν, διαψεύσαν(ε)διαψεύστηκεδιαψεύστηκαν, διαψευστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαψεύσειέχουμε διαψεύσειέχω διαψευστεί
είμαι διαψευσμένος, -η
έχουμε διαψευστεί
είμαστε διαψευσμένοι, -ες
έχεις διαψεύσειέχετε διαψεύσειέχεις διαψευστεί
είσαι διαψευσμένος, -η
έχετε διαψευστεί
είστε διαψευσμένοι, -ες
έχει διαψεύσειέχουν διαψεύσειέχει διαψευστεί
είναι διαψευσμένος, -η, -ο
έχουν διαψευστεί
είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαψεύσειείχαμε διαψεύσειείχα διαψευστεί
ήμουν διαψευσμένος, -η
είχαμε διαψευστεί
ήμαστε διαψευσμένοι, -ες
είχες διαψεύσειείχατε διαψεύσειείχες διαψευστεί
ήσουν διαψευσμένος, -η
είχατε διαψευστεί
ήσαστε διαψευσμένοι, -ες
είχε διαψεύσειείχαν διαψεύσειείχε διαψευστεί
ήταν διαψευσμένος, -η, -ο
είχαν διαψευστεί
ήταν διαψευσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαψεύδωθα διαψεύδουμε, θα διαψεύδομεθα διαψεύδομαιθα διαψευδόμαστε
θα διαψεύδειςθα διαψεύδετεθα διαψεύδεσαιθα διαψεύδεστε θα διαψευδόσαστε
θα διαψεύδειθα διαψεύδουν(ε)θα διαψεύδεταιθα διαψεύδονται
Fut
ur
θα διαψεύσωθα διαψεύσουμε, θα διαψεύσομεθα διαψευστώθα διαψευστούμε
θα διαψεύσειςθα διαψεύσετεθα διαψευστείςθα διαψευστείτε
θα διαψεύσειθα διαψεύσουν(ε)θα διαψευστείθα διαψευστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαψεύσειθα έχουμε διαψεύσειθα έχω διαψευστεί
θα είμαι διαψευσμένος, -η
θα έχουμε διαψευστεί
θα είμαστε διαψευσμένοι, -ες
θα έχεις διαψεύσειθα έχετε διαψεύσειθα έχεις διαψευστεί
θα είσαι διαψευσμένος, -η
θα έχετε διαψευστεί
θα είστε διαψευσμένοι, -ες
θα έχει διαψεύσειθα έχουν διαψεύσειθα έχει διαψευστεί
θα είναι διαψευσμένος, -η, -ο
θα έχουν διαψευστεί
θα είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαψεύδωνα διαψεύδουμε, να διαψεύδομενα διαψεύδομαινα διαψευδόμαστε
να διαψεύδειςνα διαψεύδετενα διαψεύδεσαινα διαψεύδεστε, να διαψευδόσαστε
να διαψεύδεινα διαψεύδουν(ε)να διαψεύδεταινα διαψεύδονται
Aoristνα διαψεύσωνα διαψεύσουμε, να διαψεύσομενα διαψευστώνα διαψευστούμε
να διαψεύσειςνα διαψεύσετενα διαψευστείςνα διαψευστείτε
να διαψεύσεινα διαψεύσουν(ε)να διαψευστείνα διαψευστούν(ε)
Perfνα έχω διαψεύσεινα έχουμε διαψεύσεινα έχω διαψευστεί
να είμαι διαψευσμένος, -η
να έχουμε διαψευστεί
να είμαστε διαψευσμένοι, -ες
να έχεις διαψεύσεινα έχετε διαψεύσεινα έχεις διαψευστεί
να είσαι διαψευσμένος, -η
να έχετε διαψευστεί
να είστε διαψευσμένοι, -ες
να έχει διαψεύσεινα έχουν διαψεύσεινα έχει διαψευστεί
να είναι διαψευσμένος, -η, -ο
να έχουν διαψευστεί
να είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάψευδεδιαψεύδετεδιαψεύδεστε
Aoristδιάψευσεδιαψεύστε, διαψεύσετεδιαψεύσουδιαψευστείτε
Part
izip
Presδιαψεύδονταςδιαψευδόμενος
Perfέχοντας διαψεύσειδιαψευσμένος, -η, -οδιαψευσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαψεύσειδιαψευστεί











Griechische Definition zu διαψεύδω

διαψεύδω [δiapsévδo] -ομαι Ρ αόρ. διέψευσα, απαρέμφ. διαψεύσει, παθ. αόρ. διαψεύστηκα και διαψεύσθηκα, απαρέμφ. διαψευστεί και διαψευσθεί, μππ. διαψευσμένος : 1. δηλώνω, υποστηρίζω, συνήθ. δημόσια, ότι κτ. που υποστηρίζει κάποιος ή ότι κτ. που διαδίδεται είναι ψέμα, είναι αντίθετο προς την αλήθεια: Οι μάρτυρες διέψευσαν τον κατηγορούμενο / τους ισχυρισμούς του. H κυβέρνηση διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες για ανατίμηση των υγρών καυσίμων / για επικείμενη υποτίμηση της δραχμής. || Για να δικαιολογηθώ του είπα πως είμαι άρρωστος και σε παρακαλώ να μη με διαψεύσεις, να μην πεις την αλήθεια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback