διαψεύδω Koine-Griechisch διαψεύδω altgriechisch διαψεύδομαι ή διά και ψεύδω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Δεν επιβεβαιώνω ούτε διαψεύδω, ότι η MI6 διενήργησε κάποια επιχείρηση σε αμερικάνικο έδαφος. | Okay, ich kann weder bestätigen noch bestreiten, dass der MI6 jemals Operationen auf amerikanischem Boden durchführte. Ja, ja, ja. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαψεύδω | διαψεύδουμε, διαψεύδομε | διαψεύδομαι | διαψευδόμαστε |
διαψεύδεις | διαψεύδετε | διαψεύδεσαι | διαψεύδεστε, διαψευδόσαστε | ||
διαψεύδει | διαψεύδουν(ε) | διαψεύδεται | διαψεύδονται | ||
Imper fekt | διέψευδα | διαψεύδαμε | διαψευδόμουν(α) | διαψευδόμαστε | |
διέψευδες | διαψεύδατε | διαψευδόσουν(α) | διαψευδόσαστε | ||
διέψευδε | διέψευδαν, διαψεύδαν(ε) | διαψευδόταν(ε) | διαψεύδονταν | ||
Aorist | διέψευσα | διαψεύσαμε | διαψεύστηκα | διαψευστήκαμε | |
διέψευσες | διαψεύσατε | διαψεύστηκες | διαψευστήκατε | ||
διέψευσε | διέψευσαν, διαψεύσαν(ε) | διαψεύστηκε | διαψεύστηκαν, διαψευστήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαψεύδω | θα διαψεύδουμε, θα διαψεύδομε | θα διαψεύδομαι | θα διαψευδόμαστε | |
θα διαψεύδεις | θα διαψεύδετε | θα διαψεύδεσαι | θα διαψεύδεστε | ||
θα διαψεύδει | θα διαψεύδουν(ε) | θα διαψεύδεται | θα διαψεύδονται | ||
Fut ur | θα διαψεύσω | θα διαψεύσουμε, θα διαψεύσομε | θα διαψευστώ | θα διαψευστούμε | |
θα διαψεύσεις | θα διαψεύσετε | θα διαψευστείς | θα διαψευστείτε | ||
θα διαψεύσει | θα διαψεύσουν(ε) | θα διαψευστεί | θα διαψευστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαψεύδω | να διαψεύδουμε, | να διαψεύδομαι | να διαψευδόμαστε |
να διαψεύδεις | να διαψεύδετε | να διαψεύδεσαι | να διαψεύδεστε, | ||
να διαψεύδει | να διαψεύδουν(ε) | να διαψεύδεται | να διαψεύδονται | ||
Aorist | να διαψεύσω | να διαψεύσουμε, | να διαψευστώ | να διαψευστούμε | |
να διαψεύσεις | να διαψεύσετε | να διαψευστείς | να διαψευστείτε | ||
να διαψεύσει | να διαψεύσουν(ε) | να διαψευστεί | να διαψευστούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις διαψεύσει | να έχετε διαψεύσει | να έχεις διαψευστεί να είσαι διαψευσμένος, -η | να έχετε διαψευστεί να είστε διαψευσμένοι, -ες | ||
να έχει διαψεύσει | να έχουν διαψεύσει | να έχει διαψευστεί να είναι διαψευσμένος, -η, -ο | να έχουν διαψευστεί να είναι διαψευσμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | διάψευδε | διαψεύδετε | διαψεύδεστε | |
Aorist | διάψευσε | διαψεύστε, διαψεύσετε | διαψεύσου | διαψευστείτε | |
Part izip | Pres | διαψεύδοντας | διαψευδόμενος | ||
Perf | έχοντας διαψεύσει | διαψευσμένος, -η, -ο | διαψευσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαψεύσει | διαψευστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bestreite | ||
du | bestreitest | |||
er, sie, es | bestreitet | |||
Präteritum | ich | bestritt | ||
Konjunktiv II | ich | bestritte | ||
Imperativ | Singular | bestreite! | ||
Plural | bestreitet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bestritten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bestreiten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dementiere | ||
du | dementierst | |||
er, sie, es | dementiert | |||
Präteritum | ich | dementierte | ||
Konjunktiv II | ich | dementierte | ||
Imperativ | Singular | dementiere! dementier! | ||
Plural | dementiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
dementiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dementieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | leugne | ||
du | leugnest | |||
er, sie, es | leugnet | |||
Präteritum | ich | leugnete | ||
Konjunktiv II | ich | leugnete | ||
Imperativ | Singular | leugne! | ||
Plural | leugnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geleugnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:leugnen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | falsifiziere | ||
du | falsifizierst | |||
er, sie, es | falsifiziert | |||
Präteritum | ich | falsifizierte | ||
Konjunktiv II | ich | falsifizierte | ||
Imperativ | Singular | falsifiziere! falsifizier! | ||
Plural | falsifiziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
falsifiziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:falsifizieren |
διαψεύδω [δiapsévδo] -ομαι Ρ αόρ. διέψευσα, απαρέμφ. διαψεύσει, παθ. αόρ. διαψεύστηκα και διαψεύσθηκα, απαρέμφ. διαψευστεί και διαψευσθεί, μππ. διαψευσμένος : 1. δηλώνω, υποστηρίζω, συνήθ. δημόσια, ότι κτ. που υποστηρίζει κάποιος ή ότι κτ. που διαδίδεται είναι ψέμα, είναι αντίθετο προς την αλήθεια: Οι μάρτυρες διέψευσαν τον κατηγορούμενο / τους ισχυρισμούς του. H κυβέρνηση διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες για ανατίμηση των υγρών καυσίμων / για επικείμενη υποτίμηση της δραχμής. || Για να δικαιολογηθώ του είπα πως είμαι άρρωστος και σε παρακαλώ να μη με διαψεύσεις, να μην πεις την αλήθεια. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.