Deutsch | Griechisch |
---|---|
Und die Chemie stimmt, das kann ich nicht leugnen. | Και έχουμε χημεία, δεν το αρνιέμαι. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | leugne | ||
du | leugnest | |||
er, sie, es | leugnet | |||
Präteritum | ich | leugnete | ||
Konjunktiv II | ich | leugnete | ||
Imperativ | Singular | leugne! | ||
Plural | leugnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geleugnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:leugnen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαψεύδω | διαψεύδουμε, διαψεύδομε | διαψεύδομαι | διαψευδόμαστε |
διαψεύδεις | διαψεύδετε | διαψεύδεσαι | διαψεύδεστε, διαψευδόσαστε | ||
διαψεύδει | διαψεύδουν(ε) | διαψεύδεται | διαψεύδονται | ||
Imper fekt | διέψευδα | διαψεύδαμε | διαψευδόμουν(α) | διαψευδόμαστε | |
διέψευδες | διαψεύδατε | διαψευδόσουν(α) | διαψευδόσαστε | ||
διέψευδε | διέψευδαν, διαψεύδαν(ε) | διαψευδόταν(ε) | διαψεύδονταν | ||
Aorist | διέψευσα | διαψεύσαμε | διαψεύστηκα | διαψευστήκαμε | |
διέψευσες | διαψεύσατε | διαψεύστηκες | διαψευστήκατε | ||
διέψευσε | διέψευσαν, διαψεύσαν(ε) | διαψεύστηκε | διαψεύστηκαν, διαψευστήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαψεύδω | θα διαψεύδουμε, θα διαψεύδομε | θα διαψεύδομαι | θα διαψευδόμαστε | |
θα διαψεύδεις | θα διαψεύδετε | θα διαψεύδεσαι | θα διαψεύδεστε | ||
θα διαψεύδει | θα διαψεύδουν(ε) | θα διαψεύδεται | θα διαψεύδονται | ||
Fut ur | θα διαψεύσω | θα διαψεύσουμε, θα διαψεύσομε | θα διαψευστώ | θα διαψευστούμε | |
θα διαψεύσεις | θα διαψεύσετε | θα διαψευστείς | θα διαψευστείτε | ||
θα διαψεύσει | θα διαψεύσουν(ε) | θα διαψευστεί | θα διαψευστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαψεύδω | να διαψεύδουμε, | να διαψεύδομαι | να διαψευδόμαστε |
να διαψεύδεις | να διαψεύδετε | να διαψεύδεσαι | να διαψεύδεστε, | ||
να διαψεύδει | να διαψεύδουν(ε) | να διαψεύδεται | να διαψεύδονται | ||
Aorist | να διαψεύσω | να διαψεύσουμε, | να διαψευστώ | να διαψευστούμε | |
να διαψεύσεις | να διαψεύσετε | να διαψευστείς | να διαψευστείτε | ||
να διαψεύσει | να διαψεύσουν(ε) | να διαψευστεί | να διαψευστούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις διαψεύσει | να έχετε διαψεύσει | να έχεις διαψευστεί να είσαι διαψευσμένος, -η | να έχετε διαψευστεί να είστε διαψευσμένοι, -ες | ||
να έχει διαψεύσει | να έχουν διαψεύσει | να έχει διαψευστεί να είναι διαψευσμένος, -η, -ο | να έχουν διαψευστεί να είναι διαψευσμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | διάψευδε | διαψεύδετε | διαψεύδεστε | |
Aorist | διάψευσε | διαψεύστε, διαψεύσετε | διαψεύσου | διαψευστείτε | |
Part izip | Pres | διαψεύδοντας | διαψευδόμενος | ||
Perf | έχοντας διαψεύσει | διαψευσμένος, -η, -ο | διαψευσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαψεύσει | διαψευστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.