διαφωνώ altgriechisch διαφωνέω / διαφωνῶ διά + φωνέω / φωνῶ φωνή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πρόσφατα, σε συνέντευξη σε εφημερίδα, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Γεωργίας είπε ότι δεν πρόκειται για δεύτερο πυλώνα αλλά για μία οδοντογλυφίδα, αλλά εγώ διαφωνώ, γιατί δεν παρουσιάζονται σωστά οι διαστάσεις: 4,5 δισεκατομμύρια είναι σημαντικό ποσό, σχεδόν ίσο με τα ποσά που διαθέτουμε για ολόκληρη την εξωτερική πολιτική. | Wenn der Vorsitzende des Agrarausschusses jüngst in einem Zeitungsinterview gesagt hat, das sei noch keine zweite Säule, sondern ein Zahnstocher, so möchte ich dem widersprechen, weil es auch nicht die richtige Dimension aufzeigt: 4,5 Milliarden, das ist eine beträchtliche Summe, das ist fast soviel, wie wir insgesamt für die Außenpolitik zur Verfügung haben. Übersetzung bestätigt |
Κύριε Πρόεδρε, διαφωνώ με τον προηγούμενο ομιλητή, επομένως θέλω καταρχάς να συγχαρώ την εισηγήτρια κ. Jensen, γι' αυτήν την άρτια έκθεση. | Herr Präsident! Ich muss meinem Vorredner widersprechen und möchte deshalb zunächst Frau Jensen, der Berichterstatterin, zu diesem umfassenden Bericht gratulieren. Übersetzung bestätigt |
Παρόλ' αυτά διαφωνώ με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ο οποίος έγραψε στην εφημερίδα Γουώλ Στρήτ Τζέρναλ της περασμένης εβδομάδας ότι η Νίκαια ήταν απολύτως αναγκαία για τη διεύρυνση. | Ich muss jedoch dem Präsidenten der Kommission widersprechen, der letzte Woche im "Wall Street Journal " schrieb, dass Nizza eine notwendige Voraussetzung für die Erweiterung darstellt. Übersetzung bestätigt |
Η χρήση των σκαφών αναψυχής και στο σημείο αυτό διαφωνώ κάπως με τον εισηγητή δεν είναι χωρίς προβλήματα. | Der Einsatz der Sportboote da möchte ich dem Berichterstatter etwas widersprechen ist nicht ganz unproblematisch. Übersetzung bestätigt |
Γι’ αυτό διαφωνώ μαζί σας σε ένα σημείο, κύριε Potočnik. | Deswegen, Herr Potočnik, würde ich Ihnen in einem Punkt widersprechen: Sie haben absolute Zahlen pro Einwohner genannt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
διαφωνών -ούσα -ούν |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαφωνώ | διαφωνούμε |
διαφωνείς | διαφωνείτε | ||
διαφωνεί | διαφωνούν(ε) | ||
Imper fekt | διαφωνούσα | διαφωνούσαμε | |
διαφωνούσες | διαφωνούσατε | ||
διαφωνούσε | διαφωνούσαν(ε) | ||
Aorist | διαφώνησα | διαφωνήσαμε | |
διαφώνησες | διαφωνήσατε | ||
διαφώνησε | διαφώνησαν, διαφωνήσαν(ε) | ||
Perf ekt | |||
Plu perf ekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαφωνώ | θα διαφωνούμε | |
θα διαφωνείς | θα διαφωνείτε | ||
θα διαφωνεί | θα διαφωνούν(ε) | ||
Fut ur | θα διαφωνήσω | θα διαφωνήσουμε | |
θα διαφωνήσεις | θα διαφωνήσετε | ||
θα διαφωνήσει | θα διαφωνήσουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαφωνώ | να διαφωνούμε |
να διαφωνείς | να διαφωνείτε | ||
να διαφωνεί | να διαφωνούν(ε) | ||
Aorist | να διαφωνήσω | ||
να διαφωνήσεις | να διαφωνήσετε | ||
να διαφωνήσει | να διαφωνήσουν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | διαφωνείτε | |
Aorist | διαφώνησε | διαφωνήστε, διαφωνήσετε | |
Part izip | Pres | διαφωνώντας | |
Perf | έχοντας διαφωνήσει | ||
Infin | Aorist | διαφωνήσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | widerspreche | ||
du | widersprichst | |||
er, sie, es | widerspricht | |||
Präteritum | ich | widersprach | ||
Konjunktiv II | ich | widerspräche | ||
Imperativ | Singular | widersprich! | ||
Plural | widersprecht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
widersprochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:widersprechen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | divergiere | ||
du | divergierst | |||
er, sie, es | divergiert | |||
Präteritum | ich | divergierte | ||
Konjunktiv II | ich | divergierte | ||
Imperativ | Singular | divergiere! divergier! | ||
Plural | divergiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
divergiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:divergieren |
διαφωνώ [δiafonó] .9α : έχω διαφορετική γνώμη, άποψη από αυτή που υποστηρίζει κάποιος ή κάποιοι άλλοι. ANT συμφωνώ1α: διαφωνώ απόλυτα με όσα είπες. Tα μέλη της επιτροπής διαφώνησαν σε πολλά θέματα. Δεν του ανέθεσα την αρχιτεκτονική μελέτη, γιατί διαφωνήσαμε στην τιμή. Δε διαφωνώ καθόλου, συμφωνώ απόλυτα. Επιτρέψτε μου / επιτρέψετέ μου να διαφωνήσω / λυπάμαι που θα διαφωνήσω, ευγενικός τρόπος για να διατυπώσει κάποιος τη διαφωνία του.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.