Deutsch | Griechisch |
---|---|
Weil unsere ideologischen Ansichten zu diesem Kampf zu sehr divergieren. | Πως οι ιδεολογικές οπτικές μας αυτού του αγώνα είναι διαμετρικά αντίθετες. Übersetzung nicht bestätigt |
Diesen muss die Kommission jedoch als Ganzes beurteilen. Die rechtliche Einordnung der beiden Maßnahmen kann daher nicht divergieren. | Αυτό το σχέδιο πρέπει η Επιτροπή να το εκτιμήσει ως σύνολο. Η νομική κατάταξη των μέτρων δεν μπορεί επομένως να διαφέρει. Übersetzung bestätigt |
Man verstehe, der Präsident spricht nicht von den Interessen, die zwischen den Vereinigten Staaten einerseits und Russland und China andererseits divergieren, sondern von der Aufrechterhaltung der Verbindungen, die diese beiden Großmächte mit den Vereinigten Staaten pflegen müssen. | Να το καταλάβετε σωστά, ο πρόεδρος δεν μιλά για τα συμφέροντα που αποκλίνουν μεταξύ, από τη μια πλευρά οι ΗΠΑ και από την άλλη η Ρωσία και η Κίνα, αλλά να διατηρηθούν οι δεσμοί τους οποίους αυτές οι δύο μεγάλες δυνάμεις πρέπει να διατηρήσουν με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Ergebnisse der Internationalen Agentur für Krebsforschung und der Vorschlag der Behörde für die Einstufung hinsichtlich des karzinogenen Potenzials von Glyphosat divergieren. | Τα πορίσματα του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας για τον καρκίνο και η πρόταση της Αρχής για ταξινόμηση όσον αφορά την καρκινογενετικότητα της glyphosate αποκλίνουν. Übersetzung bestätigt |
2.1.10 Zukunftsvision, politischer Wille und Regierungsfähigkeit divergieren. | 2.1.10 Δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη του μέλλοντος, της πολιτικής βούλησης ή της ικανότητας διακυβέρνησης. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | divergiere | ||
du | divergierst | |||
er, sie, es | divergiert | |||
Präteritum | ich | divergierte | ||
Konjunktiv II | ich | divergierte | ||
Imperativ | Singular | divergiere! divergier! | ||
Plural | divergiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
divergiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:divergieren |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαφωνώ | διαφωνούμε |
διαφωνείς | διαφωνείτε | ||
διαφωνεί | διαφωνούν(ε) | ||
Imper fekt | διαφωνούσα | διαφωνούσαμε | |
διαφωνούσες | διαφωνούσατε | ||
διαφωνούσε | διαφωνούσαν(ε) | ||
Aorist | διαφώνησα | διαφωνήσαμε | |
διαφώνησες | διαφωνήσατε | ||
διαφώνησε | διαφώνησαν, διαφωνήσαν(ε) | ||
Perf ekt | |||
Plu perf ekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαφωνώ | θα διαφωνούμε | |
θα διαφωνείς | θα διαφωνείτε | ||
θα διαφωνεί | θα διαφωνούν(ε) | ||
Fut ur | θα διαφωνήσω | θα διαφωνήσουμε | |
θα διαφωνήσεις | θα διαφωνήσετε | ||
θα διαφωνήσει | θα διαφωνήσουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαφωνώ | να διαφωνούμε |
να διαφωνείς | να διαφωνείτε | ||
να διαφωνεί | να διαφωνούν(ε) | ||
Aorist | να διαφωνήσω | ||
να διαφωνήσεις | να διαφωνήσετε | ||
να διαφωνήσει | να διαφωνήσουν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | διαφωνείτε | |
Aorist | διαφώνησε | διαφωνήστε, διαφωνήσετε | |
Part izip | Pres | διαφωνώντας | |
Perf | έχοντας διαφωνήσει | ||
Infin | Aorist | διαφωνήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.