{το}  διαμέρισμα Subst.  [diamerisma, thiamerisma]

{die}    Subst.
(4663)
{das}    Subst.
(1211)
{das}    Subst.
(253)
{das}    Subst.
(197)
{der}    Subst.
(108)

Etymologie zu διαμέρισμα

διαμέρισμα διαμερίζω + -μα ((Lehnübersetzung) französisch appartement)


GriechischDeutsch
Κατασκευαστικές εργασίες για διαμερίσματαBau von Wohnungen

Übersetzung bestätigt

Τύπος κτιρίου: Πανταχόθεν ελεύθερο/τριών προσόψεων/συνεχές σύστημα δόμησης/διαμέρισμαGebäudetyp: Einzelhaus/Doppelhaushälfte/Reihenhaus/Wohnung

Übersetzung bestätigt

Η ενίσχυση είναι ανάλογη στο βαθμό που καλύπτει την πραγματική ζημία των έξι επιχειρήσεων οι οποίες θα πωλήσουν ή θα ενοικιάσουν τα καταστήματα και τα διαμερίσματα έναντι τιμών που δεν διαφέρουν από τις συνήθεις στην εν λόγω περιοχή για ανάλογα ακίνητα.Die Beihilfe ist verhältnismäßig, soweit sie den tatsächlichen Verlust der sechs Unternehmen abdeckt, die die Wohnungen und Ladenlokale zu Preisen verkaufen oder vermieten, die den üblichen Preisen für vergleichbare Objekte in diesem Gebiet entsprechen.

Übersetzung bestätigt

Η ενίσχυση δεν μπορεί επιπλέον να θεωρηθεί συμβιβάσιμη βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α) ως ενίσχυση κοινωνικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων, διότι τα νέα διαμερίσματα δεν θα πωληθούν αποκλειστικά σε οικονομικά ασθενέστερους.Die Beihilfen konnten auch nicht nach Artikel 87 Absatz 2 Buchstabe a als Projekt sozialer Art angesehen werden, unter anderem da der Erwerb der neuen Wohnungen nicht benachteiligten Personen vorbehalten ist.

Übersetzung bestätigt

Βάσει της συμφωνίας η AZ και η ΑZ Vastgoed επρόκειτο να κατεδαφίσουν το παλαιό γήπεδο, να αξιοποιήσουν το οικόπεδο και να κατασκευάσουν 150 διαμερίσματα.AZ und AZ Vastgoed sollten das alte Stadion abreißen, das Gelände erschließen und 150 Wohnungen bauen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu διαμέρισμα

διαμέρισμα το [δiamérizma] : 1. ενιαίο σύνολο από ένα ή περισσότερα δωμάτια με κουζίνα, μπάνιο κτλ., το οποίο ανήκει σε ευρύτερη οικοδομή, ιδίως πολυκατοικία, και χρησιμοποιείται ως κατοικία: διαμέρισμα με ένα / δύο / τρία κτλ. δωμάτια. Mικρό / μεσαίο / μεγάλο διαμέρισμα. Tα διαμερίσματα μιας πολυκατοικίας / ενός ορόφου. Ένα διαμέρισμα στο υπόγειο / στο ισόγειο. Ένα διαμέρισμα του πρώτου / του δεύτερου / του τελευταίου ορόφου. Aκούγεται θόρυβος από το διπλανό / το πάνω / το κάτω διαμέρισμα. Πωλούνται / ενοικιάζονται διαμερίσματα επιπλωμένα ή μη. Πολυτελές / λουξ διαμέρισμα. || (πληθ.) για τμήμα παλατιού: Tα διαμερίσματα της βασίλισσας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback