διαθλώ Verb  [diathlo, thiathlo, diathlw]

brechen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διαθλώ

διαθλώ διά + θλῶ (: σπάζω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διαθλώ


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαθλώδιαθλούμεδιαθλώμαιδιαθλόμαστε, διαθλώμεθα
διαθλάςδιαθλάτεδιαθλάσαιδιαθλάστε, διαθλάσθε
διαθλάδιαθλούν(ε)διαθλάταιδιαθλώνται
Imper
fekt
διαθλούσαδιαθλούσαμε
διαθλούσεςδιαθλούσατε
διαθλούσεδιαθλούσαν(ε)διαθλάτοδιαθλώντο
Aoristδιέθλασαδιαθλάσαμεδιαθλάστηκαδιαθλαστήκαμε
διέθλασεςδιαθλάσατεδιαθλάστηκεςδιαθλαστήκατε
διέθλασεδιέθλασαν, διαθλάσανεδιαθλάστηκεδιαθλάστηκαν, διαθλαστήκανε
Perf
ekt
έχω διαθλάσειέχουμε διαθλάσειέχω διαθλαστείέχουμε διαθλαστεί
έχεις διαθλάσειέχετε διαθλάσειέχεις διαθλαστείέχετε διαθλαστεί
έχει διαθλάσειέχουν διαθλάσειέχει διαθλαστείέχουν διαθλαστεί
Plu
perf
ekt
είχα διαθλάσειείχαμε διαθλάσειείχα διαθλαστείείχαμε διαθλαστεί
είχες διαθλάσειείχατε διαθλάσειείχες διαθλαστείείχατε διαθλαστεί
είχε διαθλάσειείχαν διαθλάσειείχε διαθλαστείείχαν διαθλαστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαθλώθα διαθλούμεθα διαθλώμαιθα διαθλόμαστε, θα διαθλώμεθα
θα διαθλάςθα διαθλάτεθα διαθλάσαιθα διαθλάστε, θα διαθλάσθε
θα διαθλάθα διαθλούν(ε)θα διαθλάταιθα διαθλώνται
Fut
ur
θα διαθλάσωθα διαθλάσουμε, θα διαθλάσομεθα διαθλαστώθα διαθλαστούμε
θα διαθλάσειςθα διαθλάσετεθα διαθλαστείςθα διαθλαστείτε
θα διαθλάσειθα διαθλάσουν(ε)θα διαθλαστείθα διαθλαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαθλάσειθα έχουμε διαθλάσει θα έχω διαθλαστείθα έχουμε διαθλαστεί
θα έχεις διαθλάσειθα έχετε διαθλάσειθα έχεις διαθλαστείθα έχετε διαθλαστεί
θα έχει διαθλάσειθα έχουν διαθλάσειθα έχει διαθλαστείθα έχουν διαθλαστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαθλώνα διαθλούμενα διαθλώμαινα διαθλόμαστε, να διαθλώμεθα
να διαθλάςνα διαθλάτενα διαθλάσαινα διαθλάστε, να διαθλάσθε
να διαθλάνα διαθλούν(ε)να διαθλάταινα διαθλώνται
Aoristνα διαθλάσωνα διαθλάσουμε, να διαθλάσομενα διαθλαστώνα διαθλαστούμε
να διαθλάσειςνα διαθλάσετενα διαθλαστείςνα διαθλαστείτε
να διαθλάσεινα διαθλάσουν(ε)να διαθλαστείνα διαθλαστούν(ε)
Perfνα έχω διαθλάσεινα έχουμε διαθλάσεινα έχω διαθλαστείνα έχουμε διαθλαστεί
να έχεις διαθλάσεινα έχετε διαθλάσεινα έχεις διαθλαστείνα έχετε διαθλαστεί
να έχει διαθλάσεινα έχουν διαθλάσεινα έχει διαθλαστείνα έχουν διαθλαστεί
Imper
ativ
Presδιαθλάτεδιαθλάστε, διαθλάσθε
Aoristδιέθλασεδιαθλάστε, διαθλάσετεδιαθλάσουδιαθλαστείτε
Part
izip
Presδιαθλώνταςδιαθλώμενος
Perfέχοντας διαθλάσει
InfinAoristδιαθλάσειδιαθλαστεί







Griechische Definition zu διαθλώ

διαθλώ [δiaθló] -ώμαι αόρ. διέθλασα, απαρέμφ. διαθλάσει : (φυσ.) προκαλώ αλλαγή στη διεύθυνση μιας φωτεινής ακτίνας ή ενός ηλεκτρομαγνητικού ή ηχητικού κύματος: Διαθλώμενες ακτίνες.

[λόγ. < ελνστ. διαθλῶ `σπάω σε κομμάτια΄ σημδ. αγγλ. refract ή γαλλ. réfracter]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback