{το}  δασός Subst.  [dasos, thasos]

{der}    Subst.
(2)

GriechischDeutsch
Σε λυπάμαι. Κάποτε είχες ένα δασός στο κεφάλι σου!Aber du hattest mal einen Wald von Haaren.

Übersetzung nicht bestätigt

Πολύ από αυτούς είναι εκει έξω στο δασός.Die meisten von ihnen sind im Wald.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Deutsche Synonyme
Forst
Holz
Wald
Tann

Grammatik

Noch keine Grammatik zu δασός.





Griechische Definition zu δασός

δάσος το [δásos] : 1α. εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα· το σύνολο αυτών των δέντρων: Δάση από πεύκα / έλατα / καστανιές. Aγαπάτε το δασός. Kάηκε το μισό δασός. Tα δέντρα / τα ζώα του δάσους. H σημασία του δάσους για τον άνθρωπο είναι τεράστια. Στις παρυφές του δάσους. Παρθένο* δασός. ΦΡ βλέπει το δέντρο και χάνει το δασός, για κπ. που χάνεται στις λεπτομέρειες και αφήνει να του διαφύγει η ουσία. β. με υπερβολή, για να δηλώσει: β1. την έκταση και την πυκνότητα καλλιεργούμενων δέντρων: δασός από λεμονιές / από πορτοκαλιές / από ελιές. β2. τη μεγάλη έκταση και την πυκνότητα της βλάστησης γενικά: Ένα δασός από σκοίνα. δασός οι φτέρες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback