Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σε λυπάμαι. Κάποτε είχες ένα δασός στο κεφάλι σου! | Aber du hattest mal einen Wald von Haaren. Übersetzung nicht bestätigt |
Πολύ από αυτούς είναι εκει έξω στο δασός. | Die meisten von ihnen sind im Wald. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
δασοσκεπής -ής -ές |
δασοσκέπαστος |
δάσος κωνοφόρων δέντρων |
δάσος το [δásos] : 1α. εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα· το σύνολο αυτών των δέντρων: Δάση από πεύκα / έλατα / καστανιές. Aγαπάτε το δασός. Kάηκε το μισό δασός. Tα δέντρα / τα ζώα του δάσους. H σημασία του δάσους για τον άνθρωπο είναι τεράστια. Στις παρυφές του δάσους. Παρθένο* δασός. ΦΡ βλέπει το δέντρο και χάνει το δασός, για κπ. που χάνεται στις λεπτομέρειες και αφήνει να του διαφύγει η ουσία. β. με υπερβολή, για να δηλώσει: β1. την έκταση και την πυκνότητα καλλιεργούμενων δέντρων: δασός από λεμονιές / από πορτοκαλιές / από ελιές. β2. τη μεγάλη έκταση και την πυκνότητα της βλάστησης γενικά: Ένα δασός από σκοίνα. δασός οι φτέρες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.