δάσος altgriechisch δάσος δασύς
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η ξυλεία από δάση που δεν είναι πιστοποιημένα ως προς την αειφόρο διαχείρισή τους δεν πρέπει να προέρχεται από: | Holz aus Wäldern, die nicht als nachhaltig bewirtschafteter Wald zertifiziert sind, darf nicht aus folgenden Beständen stammen: Übersetzung bestätigt |
Ο (οι) παραγωγός(-οί) χαρτοπολτού και χαρτιού εφαρμόζει(-ουν) πολιτική προμηθειών ξύλου και ινών από αειφόρο παραγωγή και σύστημα ιχνηλάτησης και εξακρίβωσης της προέλευσης του ξύλου και παρακολούθησης της πορείας από το δάσος υλοτόμησης μέχρι το πρώτο σημείο παραλαβής του. | Die Zellstoffund Papierhersteller beziehen Holz und Fasern aus nachhaltiger Forstwirtschaft und verfügen über ein System zur Rückverfolgung und Überprüfung der Herkunft des Holzes vom Wald bis zum Punkt der Erstannahme. Übersetzung bestätigt |
η εφαρμογή των αρχών της αειφορίας στη διαχείριση, ώστε να προστατεύονται τα δάση. | Schutz der Wälder durch Einhaltung von Grundsätzen einer nachhaltigen Bewirtschaftung. Übersetzung bestätigt |
χώροι πρασίνου οι οποίοι δεν αποτελούν μέρος της κατασκήνωσης/του κάμπινγκ, όπως πάρκα, δάση και κήποι όπου επιτρέπεται η πρόσβαση των επισκεπτών. | Grünflächen wie Parks, Wälder und Gärten, die nicht zum Campingplatz gehören, den Gästen jedoch offen stehen. Übersetzung bestätigt |
Υπολογίζονται τα άλση και τα δάση τα οποία διαχειρίζεται ο κάτοχος της εκμετάλλευσης, συντηρούνται από το εργατικό δυναμικό της γεωργικής εκμετάλλευσης με τον εξοπλισμό της εκμετάλλευσης ή/και των οποίων τα προϊόντα χρησιμοποιούνται για σκοπούς της γεωργικής εκμετάλλευσης. | Betrachtet werden solche Wälder und Forste, die vom Betriebsinhaber bewirtschaftet werden, die von den Arbeitskräften des landwirtschaftlichen Betriebs mit dessen Maschinen und Geräten unterhalten werden und/oder deren Ertrag zu innerbetrieblichen Zwecken verwendet wird. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
δασοσκεπής -ής -ές |
δασοσκέπαστος |
δάσος κωνοφόρων δέντρων |
δάσος το [δásos] : 1α. εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα· το σύνολο αυτών των δέντρων: Δάση από πεύκα / έλατα / καστανιές. Aγαπάτε το δάσος. Kάηκε το μισό δάσος. Tα δέντρα / τα ζώα του δάσους. H σημασία του δάσους για τον άνθρωπο είναι τεράστια. Στις παρυφές του δάσους. Παρθένο* δάσος. ΦΡ βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος, για κπ. που χάνεται στις λεπτομέρειες και αφήνει να του διαφύγει η ουσία. β. με υπερβολή, για να δηλώσει: β1. την έκταση και την πυκνότητα καλλιεργούμενων δέντρων: δάσος από λεμονιές / από πορτοκαλιές / από ελιές. β2. τη μεγάλη έκταση και την πυκνότητα της βλάστησης γενικά: Ένα δάσος από σκοίνα. δάσος οι φτέρες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.