γλιστρώ Verb  [glistro, rlistro, glistrw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Άρχισα να γλιστρώ.Ich fange an zu rutschen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γλιστρώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γλιστράω, γλιστρώγλιστράμε, γλιστρούμε
γλιστράςγλιστράτε
γλιστράει, γλιστράγλιστράν(ε), γλιστρούν(ε)
Imper
fekt
γλιστρούσα, γλίστραγαγλιστρούσαμε, γλιστράγαμε
γλιστρούσες, γλίστραγεςγλιστρούσατε, γλιστράγατε
γλιστρούσε, γλίστραγεγλιστρούσαν(ε), γλίστραγαν, γλιστράγανε
Aoristγλίστρησαγλιστρήσαμε
γλίστρησεςγλιστρήσατε
γλίστρησεγλίστρησαν, γλιστρήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω γλιστρήσειέχουμε γλιστρήσει
έχεις γλιστρήσειέχετε γλιστρήσει
έχει γλιστρήσειέχουν γλιστρήσει
Plu
perf
ekt
είχα γλιστρήσειείχαμε γλιστρήσει
είχες γλιστρήσειείχατε γλιστρήσει
είχε γλιστρήσειείχαν γλιστρήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γλιστράω, θα γλιστρώθα γλιστράμε, θα γλιστρούμε
θα γλιστράςθα γλιστράτε
θα γλιστράει, θα γλιστράθα γλιστράν(ε), θα γλιστρούν(ε)
Fut
ur
θα γλιστρήσωθα γλιστρήσουμε, θα γλιστρήσομε
θα γλιστρήσειςθα γλιστρήσετε
θα γλιστρήσειθα γλιστρήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γλιστρήσειθα έχουμε γλιστρήσει
θα έχεις γλιστρήσειθα έχετε γλιστρήσει
θα έχει γλιστρήσειθα έχουν γλιστρήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γλιστράω, να γλιστρώνα γλιστράμε, να γλιστρούμε
να γλιστράςνα γλιστράτε
να γλιστράει, να γλιστράνα γλιστράν(ε), να γλιστρούν(ε)
Aoristνα γλιστρήσωνα γλιστρήσουμε, να γλιστρήσομε
να γλιστρήσειςνα γλιστρήσετε
να γλιστρήσεινα γλιστρήσουν(ε)
Perfνα έχω γλιστρήσεινα έχουμε γλιστρήσει
να έχεις γλιστρήσεινα έχετε γλιστρήσει
να έχει γλιστρήσεινα έχουν γλιστρήσει
Imper
ativ
Presγλίστρα, γλίστραγεγλιστράτε
Aoristγλίστρησε, γλίστραγλιστρήστε
Part
izip
Presγλιστρώντας
Perfέχοντας γλιστρήσει
InfinAoristγλιστρήσει

















Griechische Definition zu γλιστρώ

γλιστρώ [γdivstró] & -άω .1α : 1α. μετακινούμαι επάνω σε μια λεία επιφάνεια με μια συνεχή και αθόρυβη κίνηση: Tο έλκηθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι. || H βάρκα γλιστράει στα ήρεμα νερά της λίμνης. Mια ηλιαχτίδα γλίστρησε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. β. μετακινούμαι, περπατώ αθόρυβα: H γάτα γλίστρησε κάτω από την πολυθρόνα. Mια σκιά γλίστρησε μέσα στο σκοτάδι. γ. για κπ. που, καθώς μετακινείται, χάνει την ισορροπία του και πέφτει: Γλίστρησα στο παρκεταρισμένο πάτωμα. Γλίστρησε κι έσπασε το πόδι του. Mην πηγαίνεις άκρη άκρη, θα γλιστρήσεις. || Tου γλίστρησαν τα πιάτα από τα χέρια. Tο πάτωμα γλιστράει, είναι γλιστερό. Tα λάστιχα γλιστρούν στο βρεγμένο δρόμο. Tο σαπούνι μού γλιστράει. Ένιωσε το έδαφος να γλιστρά κάτω από τα πόδια (του), ένιωσε ξαφνικά μεγάλη ανασφάλεια. ΦΡ φέξε* μου και γλίστρησα! [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback