γιορτάζω Verb  [giortazo, jiortazo, giortazw]

  Verb
(24)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu γιορτάζω

γιορτάζω εορτάζω


GriechischDeutsch
Είναι μεγάλη βραδιά για μένα. Θα 'πρεπε να γιορτάζω.Ich habe allen Grund zu feiern.

Übersetzung nicht bestätigt

-Τώρα, το γιορτάζω.Ich will feiern.

Übersetzung nicht bestätigt

Όχι, αλλά είναι μια επέτειος που πάντα θα γιορτάζω, ακόμα κι αν εσύ δεν το κάνεις.Nein, aber es ist ein Tag, den ich immer feiern werde, auch ohne dich.

Übersetzung nicht bestätigt

Πάντα χαίρομαι να γιορτάζω τις καλές στιγμές.Die alten Zeiten muss man feiern.

Übersetzung nicht bestätigt

Έπρεπε κι εγώ να γιορτάζω αν δε μου τύχαινε αυτό.Ich könnte jetzt selbst feiern, wenn diese Sache hier nicht wäre.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu γιορτάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γιορτάζωγιορτάζουμε, γιορτάζομεγιορτάζομαιγιορταζόμαστε
γιορτάζειςγιορτάζετεγιορτάζεσαιγιορτάζεστε, γιορταζόσαστε
γιορτάζειγιορτάζουν(ε)γιορτάζεταιγιορτάζονται
Imper
fekt
γιόρταζαγιορτάζαμεγιορταζόμουν(α)γιορταζόμαστε, γιορταζόμασταν
γιόρταζεςγιορτάζατεγιορταζόσουν(α)γιορταζόσαστε, γιορταζόσασταν
γιόρταζεγιόρταζαν, γιορτάζαν(ε)γιορταζόταν(ε)γιορτάζονταν, γιορταζόντανε, γιορταζόντουσαν
Aoristγιόρτασαγιορτάσαμεγιορτάστηκαγιορταστήκαμε
γιόρτασεςγιορτάσατεγιορτάστηκεςγιορταστήκατε
γιόρτασεγιόρτασαν, γιορτάσαν(ε)γιορτάστηκεγιορτάστηκαν, γιορταστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γιορτάσει
έχω γιορτασμένο
έχουμε γιορτάσει
έχουμε γιορτασμένο
έχω γιορταστεί
είμαι γιορτασμένος, -η
έχουμε γιορταστεί
είμαστε γιορτασμένοι, -ες
έχεις γιορτάσει
έχεις γιορτασμένο
έχετε γιορτάσει
έχετε γιορτασμένο
έχεις γιορταστεί
είσαι γιορτασμένος, -η
έχετε γιορταστεί
είστε γιορτασμένοι, -ες
έχει γιορτάσει
έχει γιορτασμένο
έχουν γιορτάσει
έχουν γιορτασμένο
έχει γιορταστεί
είναι γιορτασμένος, -η, -ο
έχουν γιορταστεί
είναι γιορτασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γιορτάσει
είχα γιορτασμένο
είχαμε γιορτάσει
είχαμε γιορτασμένο
είχα γιορταστεί
ήμουν γιορτασμένος, -η
είχαμε γιορταστεί
ήμαστε γιορτασμένοι, -ες
είχες γιορτάσει
είχες γιορτασμένο
είχατε γιορτάσει
είχατε γιορτασμένο
είχες γιορταστεί
ήσουν γιορτασμένος, -η
είχατε γιορταστεί
ήσαστε γιορτασμένοι, -ες
είχε γιορτάσει
είχε γιορτασμένο
είχαν γιορτάσει
είχαν γιορτασμένο
είχε γιορταστεί
ήταν γιορτασμένος, -η, -ο
είχαν γιορταστεί
ήταν γιορτασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γιορτάζωθα γιορτάζουμε, θα γιορτάζομεθα γιορτάζομαιθα γιορταζόμαστε
θα γιορτάζειςθα γιορτάζετεθα γιορτάζεσαιθα γιορτάζεστε, θα γιορταζόσαστε
θα γιορτάζειθα γιορτάζουν(ε)θα γιορτάζεταιθα γιορτάζονται
Fut
ur
θα γιορτάσωθα γιορτάσουμε, θα γιορτάσομεθα γιορταστώθα γιορταστούμε
θα γιορτάσειςθα γιορτάσετεθα γιορταστείςθα γιορταστείτε
θα γιορτάσειθα γιορτάσουν(ε)θα γιορταστείθα γιορταστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γιορτάσει
θα έχω γιορτασμένο
θα έχουμε γιορτάσει
θα έχουμε γιορτασμένο
θα έχω γιορταστεί
θα είμαι γιορτασμένος, -η
θα έχουμε γιορταστεί
θα είμαστε γιορτασμένοι, -ες
θα έχεις γιορτάσει
θα έχεις γιορτασμένο
θα έχετε γιορτάσει
θα έχετε γιορτασμένο
θα έχεις γιορταστεί
θα είσαι γιορτασμένος, -η
θα έχετε γιορταστεί
θα είστε γιορτασμένοι, -ες
θα έχει γιορτάσει
θα έχει γιορτασμένο
θα έχουν γιορτάσει
θα έχουν γιορτασμένο
θα έχει γιορταστεί
θα είναι γιορτασμένος, -η, -ο
θα έχουν γιορταστεί
θα είναι γιορτασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γιορτάζωνα γιορτάζουμε, να γιορτάζομενα γιορτάζομαινα γιορταζόμαστε
να γιορτάζειςνα γιορτάζετενα γιορτάζεσαινα γιορτάζεστε, να γιορταζόσαστε
να γιορτάζεινα γιορτάζουν(ε)να γιορτάζεταινα γιορτάζονται
Aoristνα γιορτάσωνα γιορτάσουμε, να γιορτάσομενα γιορταστώνα γιορταστούμε
να γιορτάσειςνα γιορτάσετενα γιορταστείςνα γιορταστείτε
να γιορτάσεινα γιορτάσουν(ε)να γιορταστείνα γιορταστούν(ε)
Perfνα έχω γιορτάσει
να έχω γιορτασμένο
να έχουμε γιορτάσει
να έχουμε γιορτασμένο
να έχω γιορταστεί
να είμαι γιορτασμένος, -η
να έχουμε γιορταστεί
να είμαστε γιορτασμένοι, -ες
να έχεις γιορτάσει
να έχεις γιορτασμένο
να έχετε γιορτάσει
να έχετε γιορτασμένο
να έχεις γιορταστεί
να είσαι γιορτασμένος, -η
να έχετε γιορταστεί
να είστε γιορτασμένοι, -ες
να έχει γιορτάσει
να έχει γιορτασμένο
να έχουν γιορτάσει
να έχουν γιορτασμένο
να έχει γιορταστεί
να είναι γιορτασμένος, -η, -ο
να έχουν γιορταστεί
να είναι γιορτασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγιόρταζεγιορτάζετεγιορτάζεστε
Aoristγιόρτασεγιορτάστεγιορτάσουγιορταστείτε
Part
izip
Presγιορτάζονταςγιορταζόμενος
Perfέχοντας γιορτάσει, έχοντας γιορτασμένογιορτασμένος, -η, -ογιορτασμένοι, -ες, -α
InfinAoristγιορτάσειγιορταστεί









Griechische Definition zu γιορτάζω

γιορτάζω [jortázo] -ομαι : 1. έχω την ονομαστική μου γιορτή: Ο Πέτρος δε θα ΄ρθει στο γραφείο, γιατί γιορτάζει. Στις 26 Οκτωβρίου γιορτάζουν οι Δημήτρηδες. Πότε γιορτάζεις; Δε γιορτάζει ούτε δέχεται επισκέψεις. || κάνω γιορτή, δέχομαι επισκέψεις ή οργανώνω κάποιο γλέντι με την ευκαιρία ενός χαρμόσυνου γεγονότος: Θα το γιορτάσουμε! Σήμερα γιορτάζουμε την επέτειο των γάμων μας. Λόγω πένθους δε θα γιορτάσουν φέτος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback