γαρνίρω Verb  [garniro, rarniro, garnirw]

  Verb
(1)

Etymologie zu γαρνίρω

γαρνίρω französisch garnir


GriechischDeutsch
Ωραία, μπορώ να τη χρησιμοποιήσω για να γαρνίρω το κρέας.Gut, damit kann ich mein Fleisch garnieren. Ok.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γαρνίρω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γαρνίρωγαρνίρουμε, γαρνίρομεγαρνίρομαιγαρνιριζόμαστε
γαρνίρειςγαρνίρετεγαρνίρεσαιγαρνίρεστε, γαρνιριζόσαστε
γαρνίρειγαρνίρουν(ε)γαρνίρεταιγαρνίρονται
Imper
fekt
γαρνίριζα, γάρνιραγαρνίραμεγαρνιριζόμουν(α)γαρνιριζόμαστε, γαρνιριζόμασταν
γαρνίριζες, γάρνιρεςγαρνίρατεγαρνιριζόσουν(α)γαρνιριζόσαστε, γαρνιριζόσασταν
γαρνίριζε, γάρνιρεγαρνίριζαν, γαρνίραν(ε)γαρνιριζόταν(ε)γαρνίρονταν, γαρνιριζόντανε, γαρνιριζόντουσαν
Aoristγαρνίρισαγαρνίραμεγαρνιρίστηκαγαρνιριστήκαμε
γαρνίρισεςγαρνίρατεγαρνιρίστηκεςγαρνιριστήκατε
γαρνίρισεγαρνίρισαν, γαρνίραν(ε)γαρνιρίστηκεγαρνιρίστηκαν, γαρνιριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γαρνίρει
έχω γαρνιρισμένο
έχουμε γαρνίρει
έχουμε γαρνιρισμένο
έχω γαρνιριστεί
είμαι γαρνιρισμένος, -η
έχουμε γαρνιριστεί
είμαστε γαρνιρισμένοι, -ες
έχεις γαρνίρει
έχεις γαρνιρισμένο
έχετε γαρνίρει
έχετε γαρνιρισμένο
έχεις γαρνιριστεί
είσαι γαρνιρισμένος, -η
έχετε γαρνιριστεί
είστε γαρνιρισμένοι, -ες
έχει γαρνίρει
έχει γαρνιρισμένο
έχουν γαρνίρει
έχουν γαρνιρισμένο
έχει γαρνιριστεί
είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο
έχουν γαρνιριστεί
είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γαρνίρει
είχα γαρνιρισμένο
είχαμε γαρνίρει
είχαμε γαρνιρισμένο
είχα γαρνιριστεί
ήμουν γαρνιρισμένος, -η
είχαμε γαρνιριστεί
ήμαστε γαρνιρισμένοι, -ες
είχες γαρνίρει
είχες γαρνιρισμένο
είχατε γαρνίρει
είχατε γαρνιρισμένο
είχες γαρνιριστεί
ήσουν γαρνιρισμένος, -η
είχατε γαρνιριστεί
ήσαστε γαρνιρισμένοι, -ες
είχε γαρνίρει
είχε γαρνιρισμένο
είχαν γαρνίρει
είχαν γαρνιρισμένο
είχε γαρνιριστεί
ήταν γαρνιρισμένος, -η, -ο
είχαν γαρνιριστεί
ήταν γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γαρνίρωθα γαρνίρουμε, θα γαρνίρομεθα γαρνίρομαιθα γαρνιριζόμαστε
θα γαρνίρειςθα γαρνίρετεθα γαρνίρεσαιθα γαρνίρεστε, θα γαρνιριζόσαστε
θα γαρνίρειθα γαρνίρουν(ε)θα γαρνίρεταιθα γαρνίρονται
Fut
ur
θα γαρνίρωθα γαρνίρουμε, θα γαρνίρομεθα γαρνιριστώθα γαρνιριστούμε
θα γαρνίρειςθα γαρνίρετεθα γαρνιριστείςθα γαρνιριστείτε
θα γαρνίρειθα γαρνίρουν(ε)θα γαρνιριστείθα γαρνιριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γαρνίρει
θα έχω γαρνιρισμένο
θα έχουμε γαρνίρει
θα έχουμε γαρνιρισμένο
θα έχω γαρνιριστεί
θα είμαι γαρνιρισμένος, -η
θα έχουμε γαρνιριστεί
θα είμαστε γαρνιρισμένοι, -ες
θα έχεις γαρνίρει
θα έχεις γαρνιρισμένο
θα έχετε γαρνίρει
θα έχετε γαρνιρισμένο
θα έχεις γαρνιριστεί
θα είσαι γαρνιρισμένος, -η
θα έχετε γαρνιριστεί
θα είστε γαρνιρισμένοι, -ες
θα έχει γαρνίρει
θα έχει γαρνιρισμένο
θα έχουν γαρνίρει
θα έχουν γαρνιρισμένο
θα έχει γαρνιριστεί
θα είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο
θα έχουν γαρνιριστεί
θα είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γαρνίρωνα γαρνίρουμε, να γαρνίρομενα γαρνίρομαινα γαρνιριζόμαστε
να γαρνίρειςνα γαρνίρετενα γαρνίρεσαινα γαρνίρεστε, να γαρνιριζόσαστε
να γαρνίρεινα γαρνίρουν(ε)να γαρνίρεταινα γαρνίρονται
Aoristνα γαρνίρωνα γαρνίρουμε, να γαρνίρομενα γαρνιριστώνα γαρνιριστούμε
να γαρνίρειςνα γαρνίρετενα γαρνιριστείςνα γαρνιριστείτε
να γαρνίρεινα γαρνίρουν(ε)να γαρνιριστείνα γαρνιριστούν(ε)
Perfνα έχω γαρνίρει
να έχω γαρνιρισμένο
να έχουμε γαρνίρει
να έχουμε γαρνιρισμένο
να έχω γαρνιριστεί
να είμαι γαρνιρισμένος, -η
να έχουμε γαρνιριστεί
να είμαστε γαρνιρισμένοι, -ες
να έχεις γαρνίρει
να έχεις γαρνιρισμένο
να έχετε γαρνίρει
να έχετε γαρνιρισμένο
να έχεις γαρνιριστεί
να είσαι γαρνιρισμένος, -η
να έχετε γαρνιριστεί
να είστε γαρνιρισμένοι, -ες
να έχει γαρνίρει
να έχει γαρνιρισμένο
να έχουν γαρνίρει
να έχουν γαρνιρισμένο
να έχει γαρνιριστεί
να είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο
να έχουν γαρνιριστεί
να είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγάρνιρε, γαρνίριζεγαρνίρετεγαρνίρεστε
Aoristγάρνιρε, γαρνίρισεγαρνίρετε(γαρνιρίσου)γαρνιριστείτε
Part
izip
Presγαρνίροντας
Perfέχοντας γαρνίρει, έχοντας γαρνιρισμένογαρνιρισμένος, -η, -ογαρνιρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγαρνίρειγαρνιριστεί





Griechische Definition zu γαρνίρω

γαρνίρω [γarníro] -ομαι : προσθέτω, συνήθ. σε ρούχο ή σε φαγητό, κτ. για διακόσμηση ή απλώς για συμπλήρωμα: Πετσέτα γαρνιρισμένη με δαντέλα. Είχε γαρνίρει το φόρεμά της με βελούδο. Θα γαρνίρω την τούρτα με κερασάκια.

[ιταλ. guarnir(e) ή μσνλατ. garniar(e) με επίδρ. του ιταλ. guarnire]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback